στολιδόομαι: Difference between revisions

6
(6_14)
(6)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''στολῐδόομαι''': μέσ., ἐνδύομαί τι, «στολίζομαι» μέ τι, νεβρίδα στολιδωσαμένα Εὐρ. Φοίν. 1754.
|lstext='''στολῐδόομαι''': μέσ., ἐνδύομαί τι, «στολίζομαι» μέ τι, νεβρίδα στολιδωσαμένα Εὐρ. Φοίν. 1754.
}}
{{lsm
|lsmtext='''στολῐδόομαι:''' Μέσ., φορώ [[ρούχο]], [[ένδυμα]], ντύνομαι, στολίζομαι, με αιτ., σε Ευρ.
}}
}}