σύγκλυς: Difference between revisions

6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. ξύγκλυς» -υδος, ὁ, ἡ, και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, τ. ουδ. πληθ. τὰ σύγκλυδα, Α<br /><b>1.</b> αυτός που τον κατέκλυσαν από [[παντού]] τα κύματα<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όχλο, στον συρφετό («συγκλύδων καὶ μιγάδων ἠθών ἀνάπλεοι», Φίλ.)<br /><b>3.</b> (για ήχο) συγκεχυμένος, μπερδεμένος<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ξύγκλυδες ἄνθρωποι» και «[[σύγκλυς]] [[ὅμιλος]]» και, [[απλώς]], «σύγκλυδες» — [[σύνολο]] ανθρώπων που συγκεντρώθηκαν σε έναν [[τόπο]] τυχαία, [[πλήθος]] ανθρώπων κατώτατου φυράματος, όχλος, [[συρφετός]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ.</b>) <i>τὰ σύγκλυδα</i> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «συγκεχυμένα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> θ. <i>κλυδ</i>-<i>ς</i> του [[κλύζω]] (<b>πρβλ.</b> <i>κλύδ</i>-<i>ωνας</i>)].
|mltxt=και αττ. τ. ξύγκλυς» -υδος, ὁ, ἡ, και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, τ. ουδ. πληθ. τὰ σύγκλυδα, Α<br /><b>1.</b> αυτός που τον κατέκλυσαν από [[παντού]] τα κύματα<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όχλο, στον συρφετό («συγκλύδων καὶ μιγάδων ἠθών ἀνάπλεοι», Φίλ.)<br /><b>3.</b> (για ήχο) συγκεχυμένος, μπερδεμένος<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ξύγκλυδες ἄνθρωποι» και «[[σύγκλυς]] [[ὅμιλος]]» και, [[απλώς]], «σύγκλυδες» — [[σύνολο]] ανθρώπων που συγκεντρώθηκαν σε έναν [[τόπο]] τυχαία, [[πλήθος]] ανθρώπων κατώτατου φυράματος, όχλος, [[συρφετός]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ.</b>) <i>τὰ σύγκλυδα</i> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «συγκεχυμένα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> θ. <i>κλυδ</i>-<i>ς</i> του [[κλύζω]] (<b>πρβλ.</b> <i>κλύδ</i>-<i>ωνας</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σύγκλῠς:''' -ῠδος, ὁ, ἡ ([[κλύζω]]), αυτός που λούζεται από τα κύματα από κοινού με κάποιον [[άλλο]]· μεταφ., <i>ἄνθρωποι σύγκλυδες</i>, ετερόκλητο [[πλήθος]], όχλος, [[μάζα]], Λατ. [[colluvies]] hominum, σε Θουκ.· ομοίως, <i>σύγκλυδες</i> μόνον, σε Πλάτ.
}}
}}