3,274,214
edits
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[μανθάνω]]<br /><b>1.</b> [[μαθαίνω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον, [[μετέχω]] στη [[μάθηση]] ή στην [[απόκτηση]] γνώσης<br /><b>2.</b> [[συνηθίζω]] σε [[κάτι]]. | |mltxt=Α [[μανθάνω]]<br /><b>1.</b> [[μαθαίνω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον, [[μετέχω]] στη [[μάθηση]] ή στην [[απόκτηση]] γνώσης<br /><b>2.</b> [[συνηθίζω]] σε [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συμμανθάνω:''' μέλ. <i>-μᾰθήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>συνέμᾰθον</i>· [[μαθαίνω]] μαζί με κάποιον [[άλλο]], πληροφορούμαι από κοινού, με δοτ., σε Ξεν.· απόλ., έχω [[μερίδιο]] στη [[γνώση]] κάποιου πράγματος, σε Σοφ.· <i>ὁ συμμαθών</i>, αυτός που είναι [[συνηθισμένος]], εθισμένος σε [[κάτι]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |