συγχράομαι: Difference between revisions

6
(T22)
(6)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=(T WH συνχράομαι), συγχρωμαι; to [[use]] [[with]] anyone, [[use]] [[jointly]] ([[Polybius]], Diodorus ([[Philo]])); [[with]] the dative of a [[person]], to [[associate]] [[with]], to [[have]] [[dealings]] [[with]]: Tdf. omits; WH brackets the [[clause]] οὐ [[γάρ]] ... Σαμαρ.).
|txtha=(T WH συνχράομαι), συγχρωμαι; to [[use]] [[with]] anyone, [[use]] [[jointly]] ([[Polybius]], Diodorus ([[Philo]])); [[with]] the dative of a [[person]], to [[associate]] [[with]], to [[have]] [[dealings]] [[with]]: Tdf. omits; WH brackets the [[clause]] οὐ [[γάρ]] ... Σαμαρ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγχράομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ.·<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[χρήση]] από κοινού με κάποιον, [[επωφελούμαι]] από κάποιον ή [[κάτι]], με δοτ., σε Πολύβ.· γενικά, έχω δοσοληψίες με κάποιον, <i>τινι</i>, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> δανείζομαι από κοινού, <i>τί τινος</i>, [[κάτι]] από κάποιον, σε Πολύβ.
}}
}}