σύμμετρος: Difference between revisions

6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο/ [[σύμμετρος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει με άλλον κοινό [[μέτρο]] σε [[σχέση]] με [[κάτι]], [[ανάλογος]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρουσιάζει [[συμμετρία]], [[συμμετρικός]]<br /><b>3.</b> [[ισόμετρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με [[μέτρο]], αυτός στον οποίο τηρούνται οι αναλογίες («η [[μελέτη]] του για το [[σχολείο]] [[είναι]] σύμμετρη [[προς]] την [[αντοχή]] και την [[υπομονή]] που έχει»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «σύμμετροι αριθμοί»<br /><b>μαθ.</b> οι αριθμοί που μπορούν να γραφούν ως κλάσματα με ακέραιους όρους, όπως λ.χ. ο 1,4 = 14/10, ο 0, 333... = 1/3<br />β) «σύμμετρα μεγέθη»<br /><b>μαθ.</b> δύο ή περισσότερα μεγέθη τα οποία αποτελούν ακέραια πολλαπλάσια ενός άλλου μεγέθους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ισομεγέθης]] («σχεδὸν χαμεύνῃ [[σύμμετρος]] Κορινθίας παιδός», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> πλήρως όμοιος με άλλον («τριχὸς... συμμέτρου τῷ σῷ κάρᾳ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ισόχρονος]] (α. «τῷδε ἀνδρὶ [[σύμμετρος]]» — έχοντας την [[ίδια]] [[ηλικία]] με τον άνδρα αυτόν, <b>Σοφ.</b><br />β. «ποίᾳ ξύμμετρος προὔβην τύχῃ» — ακριβώς την κατάλληλη [[στιγμή]], [[πάνω]] στην ώρα, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[σύμφωνος]] με ένα [[μέτρο]] («σύμμετροι ἐπεκτύπεον ποδῶν χορείαις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[κατάλληλος]] για κάποιον («λόγοι ἀνδράσι σύμμετροι», Ισοκρ.)<br /><b>6.</b> αυτός που έχει την ορθή [[αναλογία]], [[μέτριος]] («τὸ σύμμετρον καὶ καλόν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[ταιριαστός]], [[πρέπων]] (α. «ξύμμετρον δ' [[ἔπος]] [[λέγω]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ξύμμετρος ὡς κλύειν» — αυτός που βρίσκεται στην αρμόζουσα, την κατάλληλη [[απόσταση]] ώστε να ακούει, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>8.</b> [[υποφερτός]] («σύμμετροι πόνοι», Ισοκρ.)<br /><b>9.</b> [[μέτριος]] ως [[προς]] το [[μέγεθος]] («ἐν... [[στέγη]] συμμέτρῳ», <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συμμέτρως</i> ΝΜΑ, και <i>σύμμετρα</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[συμμετρία]], συμμετρικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[μέτρο]], όχι υπερβολικά («θνητὰ δὲ τῷ συμμέτρως τῶν ὑπαρχόντων ἀπολαύειν», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> τον κατάλληλο καιρό, την κατάλληλη ώρα («συμμέτρως δ' ἀφίκετο», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> αναλόγως («συμμέτρως ἴσχειν λεπτότητος καὶ πάχους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> με κατάλληλο τρόπο, πρόσφορα<br /><b>5.</b> σύμφωνα με το αρμόζον [[μέτρο]]<br /><b>6.</b> (το συγκρ.) <i>συμμετρότερον</i><br />με πιο αρμόδιο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μετρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]]), <b>πρβλ.</b> [[ὑπέρ]]-<i>μετρος</i>].
|mltxt=-η, -ο/ [[σύμμετρος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει με άλλον κοινό [[μέτρο]] σε [[σχέση]] με [[κάτι]], [[ανάλογος]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρουσιάζει [[συμμετρία]], [[συμμετρικός]]<br /><b>3.</b> [[ισόμετρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με [[μέτρο]], αυτός στον οποίο τηρούνται οι αναλογίες («η [[μελέτη]] του για το [[σχολείο]] [[είναι]] σύμμετρη [[προς]] την [[αντοχή]] και την [[υπομονή]] που έχει»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «σύμμετροι αριθμοί»<br /><b>μαθ.</b> οι αριθμοί που μπορούν να γραφούν ως κλάσματα με ακέραιους όρους, όπως λ.χ. ο 1,4 = 14/10, ο 0, 333... = 1/3<br />β) «σύμμετρα μεγέθη»<br /><b>μαθ.</b> δύο ή περισσότερα μεγέθη τα οποία αποτελούν ακέραια πολλαπλάσια ενός άλλου μεγέθους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ισομεγέθης]] («σχεδὸν χαμεύνῃ [[σύμμετρος]] Κορινθίας παιδός», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> πλήρως όμοιος με άλλον («τριχὸς... συμμέτρου τῷ σῷ κάρᾳ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ισόχρονος]] (α. «τῷδε ἀνδρὶ [[σύμμετρος]]» — έχοντας την [[ίδια]] [[ηλικία]] με τον άνδρα αυτόν, <b>Σοφ.</b><br />β. «ποίᾳ ξύμμετρος προὔβην τύχῃ» — ακριβώς την κατάλληλη [[στιγμή]], [[πάνω]] στην ώρα, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[σύμφωνος]] με ένα [[μέτρο]] («σύμμετροι ἐπεκτύπεον ποδῶν χορείαις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[κατάλληλος]] για κάποιον («λόγοι ἀνδράσι σύμμετροι», Ισοκρ.)<br /><b>6.</b> αυτός που έχει την ορθή [[αναλογία]], [[μέτριος]] («τὸ σύμμετρον καὶ καλόν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[ταιριαστός]], [[πρέπων]] (α. «ξύμμετρον δ' [[ἔπος]] [[λέγω]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ξύμμετρος ὡς κλύειν» — αυτός που βρίσκεται στην αρμόζουσα, την κατάλληλη [[απόσταση]] ώστε να ακούει, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>8.</b> [[υποφερτός]] («σύμμετροι πόνοι», Ισοκρ.)<br /><b>9.</b> [[μέτριος]] ως [[προς]] το [[μέγεθος]] («ἐν... [[στέγη]] συμμέτρῳ», <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συμμέτρως</i> ΝΜΑ, και <i>σύμμετρα</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[συμμετρία]], συμμετρικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[μέτρο]], όχι υπερβολικά («θνητὰ δὲ τῷ συμμέτρως τῶν ὑπαρχόντων ἀπολαύειν», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> τον κατάλληλο καιρό, την κατάλληλη ώρα («συμμέτρως δ' ἀφίκετο», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> αναλόγως («συμμέτρως ἴσχειν λεπτότητος καὶ πάχους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> με κατάλληλο τρόπο, πρόσφορα<br /><b>5.</b> σύμφωνα με το αρμόζον [[μέτρο]]<br /><b>6.</b> (το συγκρ.) <i>συμμετρότερον</i><br />με πιο αρμόδιο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μετρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]]), <b>πρβλ.</b> [[ὑπέρ]]-<i>μετρος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σύμμετρος:''' -ον ([[μέτρον]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που διαθέτει [[συμμετρία]], [[αναλογία]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[συμμετρικός]], αναλογικός, σε Ευρ.· αυτός που εφαρμόζει ή ταιριάζει πλήρως, [[αρμονικός]], [[ταιριαστός]], σε Αισχύλ.· [[τῷδε]] ἀνδρὶ [[ξύμμετρος]], αυτός που έχει την [[ίδια]] [[ηλικία]] με κάποιον, [[ομήλικος]], σε Σοφ.· ποίᾳ [[σύμμετρος]] τύχῃ, συμπίπτοντας με ποια [[περίσταση]]; δηλ. την κατάλληλη [[στιγμή]], στον ίδ.· βλ. κατωτ. III. 2.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που μπορεί να μετρηθεί με τη [[χρήση]] του κοινού μέτρου, σε Αριστ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ανάλογος]] προς [[κάτι]], ακριβώς [[κατάλληλος]], σε Ισοκρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., αυτός που έχει το σωστό μέτρο, τη σωστή [[αναλογία]], [[συμμετρικός]], [[ισομετρικός]], αντίθ. προς τα <i>ὑπερβάλλων</i> και <i>ἐλλείπων</i>, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[αρμόδιος]], [[κατάλληλος]], [[πρόσφορος]], σε Αισχύλ.· [[σύμμετρος]] ὡς κλύειν, σε κατάλληλη [[απόσταση]] ώστε να ακούγεται, σε Σοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> επίρρ. <i>-τρως</i>, σε Ισοκρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> στον κατάλληλο χρόνο, στην κατάλληλη [[στιγμή]], σε Ευρ.
}}
}}