συμπορθέω: Difference between revisions

6
(Bailly1_5)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />dévaster <i>ou</i> ruiner ensemble <i>ou</i> avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πορθέω]].
|btext=-ῶ :<br />dévaster <i>ou</i> ruiner ensemble <i>ou</i> avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πορθέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμπορθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συμβάλλω]] στην [[καταστροφή]], [[καταστρέφω]] από κοινού, με δοτ. προσ., σε Ευρ.· <i>οἱ συμπεπορθημένοι</i>, αυτοί που περιέπεσαν σε τέτοια [[καταστροφή]], που εκπορθήθηκαν, σε Στράβ.
}}
}}