συμπείθω: Difference between revisions

6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[πείθω]]<br /><b>1.</b> [[πείθω]] κάποιον εντελώς («[[μετὰ]] λόγου καὶ ἀποδείξεως τοὺς ἀνθρώπους συμπείθουσιν», Λυκούργ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παρασύρω]] κάποιον σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συμπείθομαι</i><br />[[δέχομαι]] [[κάτι]] ως [[ορθό]] [[μαζί]] με άλλους («εἰ ταῡθ' οἱ Φιλίππου μὴ συμπειθήσονται πρέσβεις», Αισχίν.).
|mltxt=Α [[πείθω]]<br /><b>1.</b> [[πείθω]] κάποιον εντελώς («[[μετὰ]] λόγου καὶ ἀποδείξεως τοὺς ἀνθρώπους συμπείθουσιν», Λυκούργ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παρασύρω]] κάποιον σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συμπείθομαι</i><br />[[δέχομαι]] [[κάτι]] ως [[ορθό]] [[μαζί]] με άλλους («εἰ ταῡθ' οἱ Φιλίππου μὴ συμπειθήσονται πρέσβεις», Αισχίν.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμπείθω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[συμβάλλω]] ή [[βοηθώ]] στο να πεισθεί [[κάποιος]], σε Ξεν.· επίσης, [[συμπείθω]] τοῦ μὴ ἀθυμεῖν, [[βοηθώ]] στο να πεισθεί να μην απελπίζεται, σε Θουκ. — Παθ., αφήνομαι να πεισθώ συγχρόνως, σε Αισχίν.
}}
}}