σύμπυκνος: Difference between revisions

6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />πολύ [[πυκνός]].
|mltxt=-ον, Α<br />πολύ [[πυκνός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σύμπυκνος:''' -ον, αυτός που έχει συμπυκνωθεί, [[σφιχτός]], σε Ξεν.
}}
}}