συνέπομαι: Difference between revisions

6
(39)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[ἕπομαι]]<br /><b>1.</b> [[ακολουθώ]] από [[κοντά]] (α. «συνέψασθαί οἱ», <b>Άνν. Κομν.</b><br />β. «ποίμναις... συνειπόμην», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω στενές σχέσεις με κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ακολουθώ]] κάποιον [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] («οἱ πλεῑστοι ἐκ Κορίνθου στρατιῶται ἐθελονταὶ ξυνέσποντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με διατάξεις, επιταγές, ευχές ή επιθυμίες) [[εφαρμόζω]] («τῷ νόμῳ ξυνεπόμενος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παρακολουθώ]] τη [[σκέψη]] κάποιου, [[αντιλαμβάνομαι]] το [[νόημα]] («ξυνέπομαί πως», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «συνέπεσθαι τῷ λόγῳ» — [[παρακολουθώ]] τον συλλογισμό κάποιου (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «τὰ τούτοις συνεπόμενα» — τα επακόλουθα τους, τα αποτελέσματά τους (<b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=ΜΑ [[ἕπομαι]]<br /><b>1.</b> [[ακολουθώ]] από [[κοντά]] (α. «συνέψασθαί οἱ», <b>Άνν. Κομν.</b><br />β. «ποίμναις... συνειπόμην», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω στενές σχέσεις με κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ακολουθώ]] κάποιον [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] («οἱ πλεῑστοι ἐκ Κορίνθου στρατιῶται ἐθελονταὶ ξυνέσποντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με διατάξεις, επιταγές, ευχές ή επιθυμίες) [[εφαρμόζω]] («τῷ νόμῳ ξυνεπόμενος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παρακολουθώ]] τη [[σκέψη]] κάποιου, [[αντιλαμβάνομαι]] το [[νόημα]] («ξυνέπομαί πως», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «συνέπεσθαι τῷ λόγῳ» — [[παρακολουθώ]] τον συλλογισμό κάποιου (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «τὰ τούτοις συνεπόμενα» — τα επακόλουθα τους, τα αποτελέσματά τους (<b>Πλάτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνέπομαι:''' αόρ. βʹ <i>-εσπόμην</i>· αποθ.·<br /><b class="num">1.</b> [[ακολουθώ]] κάποιον από κοινού με κάποιον άλλον, [[ακολουθώ]] κάποιον από κοντά, [[συνοδεύω]] μαζί με άλλους, απόλ., σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. κ.λπ.· με δοτ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>οὔ σοι τῷ βίῳ ξυνέσπετο</i>, η [[τύχη]] δεν παρέμεινε σταθερή στη [[ζωή]] [[σου]], δεν σε ακολούθησε, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνέπομαι]] τῷ λόγῳ, [[παρακολουθώ]] τον λόγο [[μέχρι]] τα αποτελέσματά του, σε Πλάτ.· απόλ., [[ξυνέπομαι]], [[παρακολουθώ]], δηλ. [[εννοώ]], [[καταλαβαίνω]], στον ίδ.
}}
}}