σχίζα: Difference between revisions

498 bytes added ,  31 December 2018
6
(40)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[σκίζα]] Ν, και ιων. τ. σχίζη Α<br /><b>1.</b> απόσχισμα ξύλου, [[πελεκούδι]] (α. «κόψε σχίζες για το [[τζάκι]]» β. «κόψε δ' ἀνασχόμενος σχίζῃ δρυός, ἣν λίπε καίων», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τεμάχιο]] ξύλου που με την [[καύση]] του παρέχεται [[φωτισμός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[διαχωρισμός]] [[οδών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βέλος]]<br /><b>2.</b> (<b>[[ιδίως]] στον πληθ.</b>) <i>αἱ σχίζαι</i><br />τα καυσόξυλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σχίδ</i>-<i>jα</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σχιδ</i>- του [[σχίζω]]].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[σκίζα]] Ν, και ιων. τ. σχίζη Α<br /><b>1.</b> απόσχισμα ξύλου, [[πελεκούδι]] (α. «κόψε σχίζες για το [[τζάκι]]» β. «κόψε δ' ἀνασχόμενος σχίζῃ δρυός, ἣν λίπε καίων», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τεμάχιο]] ξύλου που με την [[καύση]] του παρέχεται [[φωτισμός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[διαχωρισμός]] [[οδών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βέλος]]<br /><b>2.</b> (<b>[[ιδίως]] στον πληθ.</b>) <i>αἱ σχίζαι</i><br />τα καυσόξυλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σχίδ</i>-<i>jα</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σχιδ</i>- του [[σχίζω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σχίζα:''' Ιων. [[σχίζη]], <i>-ης</i>, <i>ἡ</i> ([[σχίζω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[κομμάτι]] ξύλου που έχει αποσχισθεί, [[ροκανίδι]], [[πελεκούδι]], [[σκλήθρα]], Λατ. [[scindula]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· στον πληθ., ξύλα σχισμένα σε μικρά κομμάτια, καυσόξυλα, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[βέλος]], σε Ανθ.
}}
}}