συνώνυμος: Difference between revisions

6
(40)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[συνώνυμος]], -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνώνυμος, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το ίδιο όνομα με άλλον<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα συνώνυμα</i><br />α) λέξεις που διαφέρουν μορφολογικώς [[αλλά]] έχουν την [[ίδια]] ή παραπλήσια [[σημασία]], όπως λ.χ. [[θύρα]] και <i>πόρτα</i>, [[θέλω]] και [[βούλομαι]]<br />β) <b>(λογ.)</b> πράγματα ή όντα με [[κοινή]] [[ονομασία]] και [[κοινή]] [[σημασία]] που υπάγονται στο ίδιο [[γένος]], όπως λ.χ. ο [[άνθρωπος]] και το [[βόδι]], τα οποία προσαγορεύονται και τα δύο με τη λ. <i>ζώο</i>(<i>ν</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> καθένα από τα δύο κωδικόνια που καθορίζουν το ίδιο αμινοξύ στη [[συστηματική]] [[ταξινόμηση]], μια εναλλακτική λατινική [[ονομασία]] είδους, γένους κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «συνώνυμες λέξεις» <br />α) <b>γραμμ.</b> τα συνώνυμα<br />β) <b>γλωσσ.</b> δύο ή περισσότερες λέξεις που έχουν το χαρακτηριστικό ότι οι προτάσεις οι οποίες προκύπτουν με την [[αντικατάσταση]] της μιας λέξης από την [[άλλη]] έχουν την [[ίδια]] [[σημασία]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) (στη λογ. του Αριστοτέλους) ζεύγη του τύπου Α: <i>οὐχὶ</i> Α. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συνωνύμως]] ΝΜΑ, και συνώνυμα Ν<br />με το ίδιο όνομα («λέγεται δὲ [[συνωνύμως]] ἀὴρ καὶ πνεῡμα», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του [[ὄνομα]]), <b>πρβλ.</b> <i>επ</i>-<i>ώνυμος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
|mltxt=-η, -ο / [[συνώνυμος]], -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνώνυμος, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το ίδιο όνομα με άλλον<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα συνώνυμα</i><br />α) λέξεις που διαφέρουν μορφολογικώς [[αλλά]] έχουν την [[ίδια]] ή παραπλήσια [[σημασία]], όπως λ.χ. [[θύρα]] και <i>πόρτα</i>, [[θέλω]] και [[βούλομαι]]<br />β) <b>(λογ.)</b> πράγματα ή όντα με [[κοινή]] [[ονομασία]] και [[κοινή]] [[σημασία]] που υπάγονται στο ίδιο [[γένος]], όπως λ.χ. ο [[άνθρωπος]] και το [[βόδι]], τα οποία προσαγορεύονται και τα δύο με τη λ. <i>ζώο</i>(<i>ν</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> καθένα από τα δύο κωδικόνια που καθορίζουν το ίδιο αμινοξύ στη [[συστηματική]] [[ταξινόμηση]], μια εναλλακτική λατινική [[ονομασία]] είδους, γένους κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «συνώνυμες λέξεις» <br />α) <b>γραμμ.</b> τα συνώνυμα<br />β) <b>γλωσσ.</b> δύο ή περισσότερες λέξεις που έχουν το χαρακτηριστικό ότι οι προτάσεις οι οποίες προκύπτουν με την [[αντικατάσταση]] της μιας λέξης από την [[άλλη]] έχουν την [[ίδια]] [[σημασία]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) (στη λογ. του Αριστοτέλους) ζεύγη του τύπου Α: <i>οὐχὶ</i> Α. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συνωνύμως]] ΝΜΑ, και συνώνυμα Ν<br />με το ίδιο όνομα («λέγεται δὲ [[συνωνύμως]] ἀὴρ καὶ πνεῡμα», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του [[ὄνομα]]), <b>πρβλ.</b> <i>επ</i>-<i>ώνυμος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνώνῠμος:''' -ον ([[ὄνομα]]), αυτός που έχει ταυτόσημο όνομα, που σημαίνει το ίδιο [[πράγμα]], [[ταυτώνυμος]], σε Ευρ., Αριστ.
}}
}}