3,277,019
edits
(40) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[περιδένω]] [[κάτι]] [[σφιχτά]] ώστε να πιέσει [[κάτι]] [[άλλο]] [[ολόγυρα]], [[τυλίγω]] [[κάτι]] [[σφιχτά]] (α. «μη σφίγγεις τόσο πολύ τη [[ζώνη]] σου» β. «κρημνᾷ ἑαυτὴν σφίγξασα ἐκ τοῡ τραχήλου», λουκιαν.)<br /><b>2.</b> [[περιβάλλω]] και [[πιέζω]] [[κάτι]] από [[παντού]] («ὁ ὠκεανὸς σφίγγει τὴν οἰκουμένην», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δένω]] [[δυνατά]] («σφίξε καλά τον σπάγγο»)<br /><b>4.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] λιγότερο πλαδαρό, [[συμπυκνώνω]], [[πήζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πιέζω]] κάποιον ή [[κάτι]] επώδυνα, [[στενεύω]] («μέ σφίγγει η [[ζώνη]] μου»)<br /><b>2.</b> [[συνάπτω]] ή [[συναρμόζω]] [[κάτι]] [[στερεά]] ώστε να μην [[είναι]] χαλαρό («σφίξε καλά τη [[βρύση]]»)<br /><b>3.</b> συνωθούμαι, στρυμώχνομαι («σαν αγριεμένα νέφαλα, που σμίξουν και σφιχτούσι», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ασκώ]] ψυχολογική [[πίεση]] σε κάποιον και τον [[αναγκάζω]] να υποχωρήσει («αν τον σφίξεις λίγο περισσότερο, θα σού τά ομολογήσει όλα»)<br /><b>5.</b> [[φέρνω]] κάποιον σε δύσκολη [[θέση]] («τον έσφιξε η [[ανάγκη]]»)<br /><b>6.</b> [[χτυπώ]] κάποιον, [[ιδίως]] με κλεισμένη την [[παλάμη]] του χεριού («του έσφιξε μία και τον ζάλισε»)<br /><b>7.</b> (σχετικά με οινοπνευματώδη ποτά) [[πίνω]] («σφίξανε δύο [[κονιάκ]] για να ζεσταθούν»)<br /><b>8.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[γίνομαι]] στερεότερος ή πυκνότερος (α. «έσφιξε η πόρτα» β. «έσφιξε το [[σιρόπι]]»)<br />β) [[παθαίνω]] [[δυσκοιλιότητα]]<br />γ) εντείνομαι, [[γίνομαι]] [[αφόρητος]] (α. «έσφιξαν τα [[κρύα]]» β. «έσφιξαν οι ζέστες»)<br /><b>9.</b> <b>μέσ.</b> <i>σφίγγομαι</i><br />α) [[πιέζω]] το [[σώμα]] μου, όπως π.χ. με στηθόδεσμο, με κορσέ, με [[ζώνη]]<br />β) [[καταβάλλω]] [[μεγάλη]] [[προσπάθεια]], [[βάζω]] τα [[δυνατά]] μου («σφίξου λίγο και θα τά καταφέρεις»)<br />γ) (για [[άτομο]] που αποπατεί) [[τανιέμαι]]<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σφίγγω]] τα λουριά σε κάποιον» — [[περιορίζω]] κάποιον, [[θέτω]] κάποιον υπό αυστηρό έλεγχο<br />β) «[[σφίγγω]] το [[ζωνάρι]] μου»<br />i) [[μένω]] [[νηστικός]], δεν [[χορταίνω]]<br />ii) [[κάνω]] αιματηρές οικονομίες<br />γ) «σφίγγεται η [[καρδιά]] μου» ή «σφίγγει η [[καρδιά]] μου» — κυριεύομαι από [[συναίσθημα]] οίκτου<br />δ) «[[σφίγγω]] την [[καρδιά]] μου» — [[καταπνίγω]] το [[συναίσθημα]] που μέ κυριεύει<br />ε) «σού [[σφίγγω]] το [[χέρι]]»<br />i) σέ [[χαιρετίζω]] με εγκάρδια [[χειραψία]]<br />ii) σέ [[συγχαίρω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[συνθλίβω]], [[συμπιέζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δένω]] [[μαζί]] σε έναν σάκο («καὶ ἔσφιγξαν καὶ ἠρίθμησαν τὸ [[ἀργύριον]] τὸ εὑρεθεν ἐν οἴκῳ κυρίου», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σφίγγω]] στραγγαλίδας» — [[εγείρω]] [[κάθε]] είδους δυσκολίες <b>(Φερεκρ.)</b><br />β) «[[σφίγγω]] τὴν φράσιν» — [[περικόπτω]] τον λόγο (<b>Πλούτ.</b>)<br />γ) «[[σφίγγω]] τον λόγον» — [[τηρώ]] αναγκαστική [[σιγή]] (<b>Πλούτ.</b>)<br />δ) «[[σφίγγω]] πύλας» — [[κλείνω]] τις πύλες (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό ρ., με έρρινο [[σύμφωνο]], άγνωστης ετυμολ. Οι τ. του ρ. και τα παράγωγα [[χωρίς]] έρρινο [[σύμφωνο]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἔσφιγμαι</i>, [[σφίγμα]], <i>ἀπό</i>-<i>σφιξις</i>) [[είναι]] δευτερογενείς. Έχει διατυπωθεί [[ωστόσο]] η [[άποψη]] ότι το ρ. συνδέεται με τα [[σπιδής]] «[[εκτεταμένος]]», [[σπίδιος]], [[σπιθαμή]] (<b>βλ. λ.</b> [[σπίδιος]])]. | |mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[περιδένω]] [[κάτι]] [[σφιχτά]] ώστε να πιέσει [[κάτι]] [[άλλο]] [[ολόγυρα]], [[τυλίγω]] [[κάτι]] [[σφιχτά]] (α. «μη σφίγγεις τόσο πολύ τη [[ζώνη]] σου» β. «κρημνᾷ ἑαυτὴν σφίγξασα ἐκ τοῡ τραχήλου», λουκιαν.)<br /><b>2.</b> [[περιβάλλω]] και [[πιέζω]] [[κάτι]] από [[παντού]] («ὁ ὠκεανὸς σφίγγει τὴν οἰκουμένην», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δένω]] [[δυνατά]] («σφίξε καλά τον σπάγγο»)<br /><b>4.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] λιγότερο πλαδαρό, [[συμπυκνώνω]], [[πήζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πιέζω]] κάποιον ή [[κάτι]] επώδυνα, [[στενεύω]] («μέ σφίγγει η [[ζώνη]] μου»)<br /><b>2.</b> [[συνάπτω]] ή [[συναρμόζω]] [[κάτι]] [[στερεά]] ώστε να μην [[είναι]] χαλαρό («σφίξε καλά τη [[βρύση]]»)<br /><b>3.</b> συνωθούμαι, στρυμώχνομαι («σαν αγριεμένα νέφαλα, που σμίξουν και σφιχτούσι», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ασκώ]] ψυχολογική [[πίεση]] σε κάποιον και τον [[αναγκάζω]] να υποχωρήσει («αν τον σφίξεις λίγο περισσότερο, θα σού τά ομολογήσει όλα»)<br /><b>5.</b> [[φέρνω]] κάποιον σε δύσκολη [[θέση]] («τον έσφιξε η [[ανάγκη]]»)<br /><b>6.</b> [[χτυπώ]] κάποιον, [[ιδίως]] με κλεισμένη την [[παλάμη]] του χεριού («του έσφιξε μία και τον ζάλισε»)<br /><b>7.</b> (σχετικά με οινοπνευματώδη ποτά) [[πίνω]] («σφίξανε δύο [[κονιάκ]] για να ζεσταθούν»)<br /><b>8.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[γίνομαι]] στερεότερος ή πυκνότερος (α. «έσφιξε η πόρτα» β. «έσφιξε το [[σιρόπι]]»)<br />β) [[παθαίνω]] [[δυσκοιλιότητα]]<br />γ) εντείνομαι, [[γίνομαι]] [[αφόρητος]] (α. «έσφιξαν τα [[κρύα]]» β. «έσφιξαν οι ζέστες»)<br /><b>9.</b> <b>μέσ.</b> <i>σφίγγομαι</i><br />α) [[πιέζω]] το [[σώμα]] μου, όπως π.χ. με στηθόδεσμο, με κορσέ, με [[ζώνη]]<br />β) [[καταβάλλω]] [[μεγάλη]] [[προσπάθεια]], [[βάζω]] τα [[δυνατά]] μου («σφίξου λίγο και θα τά καταφέρεις»)<br />γ) (για [[άτομο]] που αποπατεί) [[τανιέμαι]]<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σφίγγω]] τα λουριά σε κάποιον» — [[περιορίζω]] κάποιον, [[θέτω]] κάποιον υπό αυστηρό έλεγχο<br />β) «[[σφίγγω]] το [[ζωνάρι]] μου»<br />i) [[μένω]] [[νηστικός]], δεν [[χορταίνω]]<br />ii) [[κάνω]] αιματηρές οικονομίες<br />γ) «σφίγγεται η [[καρδιά]] μου» ή «σφίγγει η [[καρδιά]] μου» — κυριεύομαι από [[συναίσθημα]] οίκτου<br />δ) «[[σφίγγω]] την [[καρδιά]] μου» — [[καταπνίγω]] το [[συναίσθημα]] που μέ κυριεύει<br />ε) «σού [[σφίγγω]] το [[χέρι]]»<br />i) σέ [[χαιρετίζω]] με εγκάρδια [[χειραψία]]<br />ii) σέ [[συγχαίρω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[συνθλίβω]], [[συμπιέζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δένω]] [[μαζί]] σε έναν σάκο («καὶ ἔσφιγξαν καὶ ἠρίθμησαν τὸ [[ἀργύριον]] τὸ εὑρεθεν ἐν οἴκῳ κυρίου», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σφίγγω]] στραγγαλίδας» — [[εγείρω]] [[κάθε]] είδους δυσκολίες <b>(Φερεκρ.)</b><br />β) «[[σφίγγω]] τὴν φράσιν» — [[περικόπτω]] τον λόγο (<b>Πλούτ.</b>)<br />γ) «[[σφίγγω]] τον λόγον» — [[τηρώ]] αναγκαστική [[σιγή]] (<b>Πλούτ.</b>)<br />δ) «[[σφίγγω]] πύλας» — [[κλείνω]] τις πύλες (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό ρ., με έρρινο [[σύμφωνο]], άγνωστης ετυμολ. Οι τ. του ρ. και τα παράγωγα [[χωρίς]] έρρινο [[σύμφωνο]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἔσφιγμαι</i>, [[σφίγμα]], <i>ἀπό</i>-<i>σφιξις</i>) [[είναι]] δευτερογενείς. Έχει διατυπωθεί [[ωστόσο]] η [[άποψη]] ότι το ρ. συνδέεται με τα [[σπιδής]] «[[εκτεταμένος]]», [[σπίδιος]], [[σπιθαμή]] (<b>βλ. λ.</b> [[σπίδιος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σφίγγω:''' μέλ. <i>σφίγξω</i>, αόρ. <i>ἔσφιγξα</i>, παρακ. <i>ἔσφιγμαι</i>· [[δένω]] [[σφιχτά]], [[δένω]] με [[δύναμη]], [[συγκρατώ]], [[συνάπτω]], σε Αισχύλ., Θεόκρ. — Παθ., σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |