συσχολάζω: Difference between revisions

6
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[περνώ]] τις ώρες της σχόλης [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[είμαι]] [[συμμαθητής]] κάποιου, [[σπουδάζω]] [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>3.</b> (γενικά) [[περνώ]] τον καιρό μου [[μαζί]] με κάποιον, [[είμαι]] [[σύντροφος]] κάποιου («ἐν τῷ συσχολάζειν καὶ συνδιαιτᾱσθαι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σχολάζω]] «σχολάω, [[αργώ]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[περνώ]] τις ώρες της σχόλης [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[είμαι]] [[συμμαθητής]] κάποιου, [[σπουδάζω]] [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>3.</b> (γενικά) [[περνώ]] τον καιρό μου [[μαζί]] με κάποιον, [[είμαι]] [[σύντροφος]] κάποιου («ἐν τῷ συσχολάζειν καὶ συνδιαιτᾱσθαι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σχολάζω]] «σχολάω, [[αργώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συσχολάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, είμαι [[συμμαθητής]] ή [[σύντροφος]] κάποιου στα μαθήματα φιλοσοφίας ή στις φιλοσοφικές αναζητήσεις, περνώ τον καιρό μου μαζί με κάποιον, σε Πλούτ.
}}
}}