σχηματίζω: Difference between revisions

6
(40)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[σχῆμα]], -<i>ήματος</i>)<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[δίνω]] [[σχήμα]], [[δίνω]] [[μορφή]] σε ένα [[αντικείμενο]], τὸ [[διαμορφώνω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[παίρνω]] ή έχω ένα ορισμένο [[σχήμα]], μια ορισμένη [[μορφή]] (α. «αν αφήσεις αυτό το ξύλινο [[τεμάχιο]] στον ήλιο, θα χαλάσει και θα σχηματίσει κοιλότητες» β. «ὅσα σχηματίζουσι τὰ στρατόπεδα... ἐν ταῑς μάχαις», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) ([[ιδίως]] για ένα [[σύνολο]] πολλών αντικειμένων) [[αποτελώ]], [[απαρτίζω]] («τα πλοία σχηματίζουν [[φάλαγγα]]»)<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> (σχετικά με λέξεις) [[συνθέτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] ή [[χαράζω]] ένα [[σχήμα]] [[κυρίως]] [[πάνω]] σε [[επιφάνεια]], [[διαγράφω]] («σχημάτισαν ένα [[τρίγωνο]] [[πάνω]] στον πίνακα»)<br /><b>2.</b> [[δημιουργώ]] («[[σχηματίζω]] μια [[εικόνα]]»)<br /><b>3.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με [[πολλά]] αντικείμενα) [[τακτοποιώ]], [[διευθετώ]] ένα [[σύνολο]] προσδίδοντάς του ορισμένη [[μορφή]] («[[σχηματίζω]] τους μαθητές ανά τετράδες»)<br /><b>4.</b> ([[κυρίως]] το μέσ.) <i>σχηματίζομαι</i><br />α) [[παίρνω]] ορισμένο [[σχήμα]], διαμορφώνομαι, μορφοποιούμαι<br />β) προκαλούμαι, δημιουργούμαι («αν αφήσεις [[έτσι]] την [[πληγή]] σου, θα σχηματιστεί [[πύον]]»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σχηματίζω]] τους χρόνους ρήματος [ή τις πτώσεις ουσιαστικού ή τα παράγωγα λέξης]»<br /><b>γραμμ.</b> [[δημιουργώ]] τους χρόνους ρήματος [ή τις πτώσεις ουσιαστικού ή τα παράγωγα λέξης] με την [[προσθήκη]] καταλήξεων ή κατάλληλων προσφυμάτων<br />β) «[[σχηματίζω]] [[γνώμη]] [ή [[πεποίθηση]], ή [[ιδέα]]]» — [[μορφώνω]] [[γνώμη]] [ή [[πεποίθηση]] ή [[ιδέα]]]<br /><b>μσν.</b><br />[[προσαρμόζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμβολίζω]], [[αντιπροσωπεύω]]<br /><b>2.</b> [[περιγράφω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> (με απαρμφ.) [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]] ότι [[είμαι]] ή [[κάνω]] [[κάτι]] («σχηματίζονται ἀμαθεἶς [[εἶναι]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (ως αμτβ.) (για ουράνια σώματα) βρίσκομαι σε μια ορισμένη [[θέση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με τον λόγο) [[συντάσσω]]<br /><b>2.</b> [[στολίζω]], [[καλλωπίζω]]<br /><b>3.</b> [[μεταχειρίζομαι]] γραμματικούς και ρυθμικούς τύπους πρότασης, σχήματα («σχηματίζειν φορτικῶς», Διον. Αλ.)<br /><b>4.</b> (στον χορό) [[διδάσκω]] σχήματα και κινήσεις<br /><b>5.</b> (ως αμτβ.) [[παίρνω]] διάφορες στάσεις, [[κάνω]] φιγούρες [[καθώς]] [[χορεύω]]<br /><b>6.</b> (μέσ. και παθ.) α) [[μεταβάλλω]] [[κατά]] έναν ορισμένο τρόπο το [[σχήμα]], την εξωτερική μου [[εμφάνιση]] ή, [[ακόμη]], και τη [[στάση]] ή τη [[θέση]] μου<br />β) (για ασθενείς και για έμβρυα) τοποθετούμαι σε μια ορισμένη [[στάση]] ή [[θέση]]<br />γ) (για ηθοποιό) [[κάνω]] χειρονομίες, μιμικές κινήσεις<br />δ) [[αποκτώ]] πομπώδες ύφος, επιδεικτική [[εμφάνιση]]<br />ε) (για ασθενείς) προσβάλλομαι από [[ασθένεια]] με έναν ορισμένο τρόπο<br /><b>7.</b> (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὸ ἐσχηματισμένον</i><br />[[τρόπος]] λεκτικής διατύπωσης, ύφος γεμάτο από σχήματα λόγου<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σχηματίζω]] ἐμαυτόν» — [[παίρνω]] μια συγκεκριμένη [[στάση]] προκειμένου να μέ ζωγραφίσουν, [[ποζάρω]] (<b>Λουκιαν.</b>)<br />β) «σχηματίζομαι κόμην» — [[διευθετώ]] τα μαλλιά μου (<b>Ευρ.</b>)<br />γ) «[[σχηματίζω]] λόγον» — [[χρησιμοποιώ]] σχήματα λόγου <b>(Φιλοστρ.)</b><br />δ) «σχηματιζόμενοι ῥυθμοί»<br />(στον <b>Αριστοτ.</b>) ρυθμοί που συνδέονται με σχήματα.
|mltxt=ΝΜΑ [[σχῆμα]], -<i>ήματος</i>)<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[δίνω]] [[σχήμα]], [[δίνω]] [[μορφή]] σε ένα [[αντικείμενο]], τὸ [[διαμορφώνω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[παίρνω]] ή έχω ένα ορισμένο [[σχήμα]], μια ορισμένη [[μορφή]] (α. «αν αφήσεις αυτό το ξύλινο [[τεμάχιο]] στον ήλιο, θα χαλάσει και θα σχηματίσει κοιλότητες» β. «ὅσα σχηματίζουσι τὰ στρατόπεδα... ἐν ταῑς μάχαις», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) ([[ιδίως]] για ένα [[σύνολο]] πολλών αντικειμένων) [[αποτελώ]], [[απαρτίζω]] («τα πλοία σχηματίζουν [[φάλαγγα]]»)<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> (σχετικά με λέξεις) [[συνθέτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] ή [[χαράζω]] ένα [[σχήμα]] [[κυρίως]] [[πάνω]] σε [[επιφάνεια]], [[διαγράφω]] («σχημάτισαν ένα [[τρίγωνο]] [[πάνω]] στον πίνακα»)<br /><b>2.</b> [[δημιουργώ]] («[[σχηματίζω]] μια [[εικόνα]]»)<br /><b>3.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με [[πολλά]] αντικείμενα) [[τακτοποιώ]], [[διευθετώ]] ένα [[σύνολο]] προσδίδοντάς του ορισμένη [[μορφή]] («[[σχηματίζω]] τους μαθητές ανά τετράδες»)<br /><b>4.</b> ([[κυρίως]] το μέσ.) <i>σχηματίζομαι</i><br />α) [[παίρνω]] ορισμένο [[σχήμα]], διαμορφώνομαι, μορφοποιούμαι<br />β) προκαλούμαι, δημιουργούμαι («αν αφήσεις [[έτσι]] την [[πληγή]] σου, θα σχηματιστεί [[πύον]]»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σχηματίζω]] τους χρόνους ρήματος [ή τις πτώσεις ουσιαστικού ή τα παράγωγα λέξης]»<br /><b>γραμμ.</b> [[δημιουργώ]] τους χρόνους ρήματος [ή τις πτώσεις ουσιαστικού ή τα παράγωγα λέξης] με την [[προσθήκη]] καταλήξεων ή κατάλληλων προσφυμάτων<br />β) «[[σχηματίζω]] [[γνώμη]] [ή [[πεποίθηση]], ή [[ιδέα]]]» — [[μορφώνω]] [[γνώμη]] [ή [[πεποίθηση]] ή [[ιδέα]]]<br /><b>μσν.</b><br />[[προσαρμόζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμβολίζω]], [[αντιπροσωπεύω]]<br /><b>2.</b> [[περιγράφω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> (με απαρμφ.) [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]] ότι [[είμαι]] ή [[κάνω]] [[κάτι]] («σχηματίζονται ἀμαθεἶς [[εἶναι]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (ως αμτβ.) (για ουράνια σώματα) βρίσκομαι σε μια ορισμένη [[θέση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με τον λόγο) [[συντάσσω]]<br /><b>2.</b> [[στολίζω]], [[καλλωπίζω]]<br /><b>3.</b> [[μεταχειρίζομαι]] γραμματικούς και ρυθμικούς τύπους πρότασης, σχήματα («σχηματίζειν φορτικῶς», Διον. Αλ.)<br /><b>4.</b> (στον χορό) [[διδάσκω]] σχήματα και κινήσεις<br /><b>5.</b> (ως αμτβ.) [[παίρνω]] διάφορες στάσεις, [[κάνω]] φιγούρες [[καθώς]] [[χορεύω]]<br /><b>6.</b> (μέσ. και παθ.) α) [[μεταβάλλω]] [[κατά]] έναν ορισμένο τρόπο το [[σχήμα]], την εξωτερική μου [[εμφάνιση]] ή, [[ακόμη]], και τη [[στάση]] ή τη [[θέση]] μου<br />β) (για ασθενείς και για έμβρυα) τοποθετούμαι σε μια ορισμένη [[στάση]] ή [[θέση]]<br />γ) (για ηθοποιό) [[κάνω]] χειρονομίες, μιμικές κινήσεις<br />δ) [[αποκτώ]] πομπώδες ύφος, επιδεικτική [[εμφάνιση]]<br />ε) (για ασθενείς) προσβάλλομαι από [[ασθένεια]] με έναν ορισμένο τρόπο<br /><b>7.</b> (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὸ ἐσχηματισμένον</i><br />[[τρόπος]] λεκτικής διατύπωσης, ύφος γεμάτο από σχήματα λόγου<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σχηματίζω]] ἐμαυτόν» — [[παίρνω]] μια συγκεκριμένη [[στάση]] προκειμένου να μέ ζωγραφίσουν, [[ποζάρω]] (<b>Λουκιαν.</b>)<br />β) «σχηματίζομαι κόμην» — [[διευθετώ]] τα μαλλιά μου (<b>Ευρ.</b>)<br />γ) «[[σχηματίζω]] λόγον» — [[χρησιμοποιώ]] σχήματα λόγου <b>(Φιλοστρ.)</b><br />δ) «σχηματιζόμενοι ῥυθμοί»<br />(στον <b>Αριστοτ.</b>) ρυθμοί που συνδέονται με σχήματα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σχηματίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i> — Παθ., παρακ. <i>ἐσχημάτισμαι</i>, σε Αριστ., βλ. κατωτ. II· [[αλλά]] με [[σημασία]] Μέσ., βλ. I. 2.<br /><b class="num">I. 1.</b> αμτβ., [[λαμβάνω]] κάποια συγκεκριμένη [[μορφή]] ή [[σχήμα]], ή [[λαμβάνω]] μια συγκεκριμένη [[θέση]] ή [[στάση]], σε Πλάτ.· απόλ., [[χειρονομώ]], [[χορεύω]] εκτελώντας ποικίλες χορευτικές φιγούρες, σε Αριστοφ. — Μέσ., <i>προστάσεως ἣνσχηματίζονται</i>, λέγεται για την πομπώδη [[εμφάνιση]] ή [[έκφραση]] που λαμβάνουν, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ., επίσης, [[συμπεριφέρομαι]] ή [[παρουσιάζω]] τον εαυτό μου με συγκεκριμένο τρόπο, [[προσποιούμαι]] ότι είμαι ή κάνω [[κάτι]]· <i>ὡςεἰδὼς ἐσχημάτισται</i>, έκανε σα να τον γνώριζε, στον ίδ.· με απαρ., σχηματίζονται ἀμαθεῖς [[εἶναι]], προσποιούνται ότι δεν ξέρουν, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[δίνω]] ένα συγκεκριμένο [[σχήμα]], [[μία]] συγκεκριμένη [[μορφή]] σε [[κάτι]], [[μορφοποιώ]], [[διαμορφώνω]], [[σχηματοποιώ]], σε Πλούτ. — Μέσ., <i>σχηματίζεσθαι κόμην</i>, [[χτενίζω]] με συγκεκριμένο τρόπο τα μαλλιά μου, σε Ευρ. — Παθ., μορφοποιούμαι, διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι, σε Αισχύλ.· επίσης, [[στολίζω]], [[κοσμώ]], [[καλλωπίζω]], εξωραΐζω, σε Λουκ.· [[χειρονομώ]], κάνω χαρακτηριστικές κινήσεις, σε Ξεν.
}}
}}