τετράπλευρος: Difference between revisions

6
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, -ο / [[τετράπλευρος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τέσσερεις]] πλευρές («[[τετράπλευρος]] [[κίων]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[τετράπλευρο]](<i>ν</i>)<br />[[πολύγωνο]] που έχει [[τέσσερεις]] πλευρές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «πλήρες [[τετράπλευρο]]»<br /><b>μαθημ.</b> το [[σχήμα]] που ορίζεται από [[τέσσερεις]] συνεπίπεδες ευθείες και από τα έξι [[σημεία]] στα οποία τέμνονται αυτές ανά δύο και ονομάζονται κορυφές<br />β) «κορυφές του τετραπλεύρου»<br /><b>μαθημ.</b> τα έξι [[σημεία]] στα οποία τέμνονται ανά δύο οι πλευρές του τετραπλεύρου<br />γ) «[[τετράπλευρο]] [[λόβιο]]»<br /><b>ανατ.</b> [[λόβιο]] του βρεγματικού λοβού του εγκεφάλου [[κατά]] την άνω [[μοίρα]] του το οποίο αποτελεί το [[κέντρο]] της μυϊκής αίσθησης<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προσβλέπει [[προς]] [[τέσσερεις]] κατευθύνσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἑξά</i>-<i>πλευρος</i>].
|mltxt=η, -ο / [[τετράπλευρος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τέσσερεις]] πλευρές («[[τετράπλευρος]] [[κίων]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[τετράπλευρο]](<i>ν</i>)<br />[[πολύγωνο]] που έχει [[τέσσερεις]] πλευρές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «πλήρες [[τετράπλευρο]]»<br /><b>μαθημ.</b> το [[σχήμα]] που ορίζεται από [[τέσσερεις]] συνεπίπεδες ευθείες και από τα έξι [[σημεία]] στα οποία τέμνονται αυτές ανά δύο και ονομάζονται κορυφές<br />β) «κορυφές του τετραπλεύρου»<br /><b>μαθημ.</b> τα έξι [[σημεία]] στα οποία τέμνονται ανά δύο οι πλευρές του τετραπλεύρου<br />γ) «[[τετράπλευρο]] [[λόβιο]]»<br /><b>ανατ.</b> [[λόβιο]] του βρεγματικού λοβού του εγκεφάλου [[κατά]] την άνω [[μοίρα]] του το οποίο αποτελεί το [[κέντρο]] της μυϊκής αίσθησης<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προσβλέπει [[προς]] [[τέσσερεις]] κατευθύνσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἑξά</i>-<i>πλευρος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τετράπλευρος:''' [ᾰ], -ον ([[πλευρόν]]), αυτός που έχει [[τέσσερις]] πλευρές, σε Ανθ.
}}
}}