τιμωρητέον: Difference between revisions

6
(6_20)
(6)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τῑμωρητέον''': ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ βοηθήσῃ, Ἡρόδ. 7. 168· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ. τιμωρητέα, Θουκ. 1. 86. 2) ἐπὶ ἰατρικῆς ἐπικουρίας ἢ βοηθείας, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 390. ΙΙ. πρέπει τις νὰ ἐκδικηθῇ, νὰ τιμωρήσῃ, τινὰ Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 186· τι Πλάτ. Νόμ. 867C. ΙΙΙ. τιμωρητέως, α, ον, ὃν πρέπει τις νὰ τιμωρήσῃ, ὑπέρ τινος Δημ. 561. 2.
|lstext='''τῑμωρητέον''': ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ βοηθήσῃ, Ἡρόδ. 7. 168· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ. τιμωρητέα, Θουκ. 1. 86. 2) ἐπὶ ἰατρικῆς ἐπικουρίας ἢ βοηθείας, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 390. ΙΙ. πρέπει τις νὰ ἐκδικηθῇ, νὰ τιμωρήσῃ, τινὰ Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 186· τι Πλάτ. Νόμ. 867C. ΙΙΙ. τιμωρητέως, α, ον, ὃν πρέπει τις νὰ τιμωρήσῃ, ὑπέρ τινος Δημ. 561. 2.
}}
{{lsm
|lsmtext='''τῑμωρητέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να βοηθήσει, σε Ηρόδ.· ομοίως στον πληθ., <i>τιμωρητέα</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αυτό για το οποίο πρέπει [[κάποιος]] να εκδικηθεί, να τιμωρήσει κάποιον, <i>τινά</i>, σε Ισοκρ.<br /><b class="num">III.</b> [[τιμωρητέος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, αυτός τον οποίο πρέπει [[κάποιος]] να τιμωρήσει, σε Δημ.
}}
}}