τιθαιβώσσω: Difference between revisions

6
(41)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[βάζω]] στην [[άκρη]], [[αποθησαυρίζω]]<br /><b>2.</b> (για μέλισσες) [[αποταμιεύω]] το [[μέλι]]<br /><b>3.</b> [[παρέχω]] [[τροφή]], [[τρέφω]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] καρποφόρο («γύας τιβαιβώσσουσι ἀρδηθμῷ», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός σχημ. σε -<i>ώσσω</i> (<b>πρβλ.</b> [[ὑγρώσσω]]) με ενεστ. διπλασιασμό, άγνωστης ετυμολ. Το ρ. μαρτυρείται στον Όμηρο και στην αλεξανδρινή [[ποίηση]]].
|mltxt=Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[βάζω]] στην [[άκρη]], [[αποθησαυρίζω]]<br /><b>2.</b> (για μέλισσες) [[αποταμιεύω]] το [[μέλι]]<br /><b>3.</b> [[παρέχω]] [[τροφή]], [[τρέφω]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] καρποφόρο («γύας τιβαιβώσσουσι ἀρδηθμῷ», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός σχημ. σε -<i>ώσσω</i> (<b>πρβλ.</b> [[ὑγρώσσω]]) με ενεστ. διπλασιασμό, άγνωστης ετυμολ. Το ρ. μαρτυρείται στον Όμηρο και στην αλεξανδρινή [[ποίηση]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τῐθαιβώσσω:''' λέγεται για τις μέλισσες, [[αποθηκεύω]] το [[μέλι]], σε Ομήρ. Οδ. (συγγενές προς το [[τιθήνη]];)
}}
}}