τορεύω: Difference between revisions

6
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] με [[σμίλευση]], εγγλυφή η [[σφυρηλάτηση]] ανάγλυφα ή έκτυπα σχήματα, [[κυρίως]] σε [[μέταλλο]] και σπανιότερα σε [[άλλο]] υλικό (α. «εὐφυᾱ ἐν τῷ τορεύειν καὶ λεπτουργεῑν», <b>Πλούτ.</b><br />β. «τορεύειν [[σίδηρον]]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λεπτουργώ]], [[φιλοτεχνώ]] λεπτουργήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[εγχάραξη]] ή [[σφυρηλάτηση]] [[απεικονίζω]] [[κάτι]] (α. «τορεύειν πόντον», Ανακρ.<br />β. «τορεύειν μάχην», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με το ύφος του. λόγου) [[καθιστώ]] περίτεχνο, [[καλλωπίζω]], [[στολίζω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[τορεύω]] ᾠδήν» — [[καθιστώ]] το [[τραγούδι]] ηχηρό, διαπεραστικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τορ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας <i>τερ</i>- του [[τείρω]] «[[διατρυπώ]]», πιθ. αναλογικά [[προς]] το [[χαλκεύω]]. Ο τ. συγχέεται [[συχνά]] με το ρ. [[τορνεύω]].
|mltxt=ΝΑ<br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] με [[σμίλευση]], εγγλυφή η [[σφυρηλάτηση]] ανάγλυφα ή έκτυπα σχήματα, [[κυρίως]] σε [[μέταλλο]] και σπανιότερα σε [[άλλο]] υλικό (α. «εὐφυᾱ ἐν τῷ τορεύειν καὶ λεπτουργεῑν», <b>Πλούτ.</b><br />β. «τορεύειν [[σίδηρον]]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λεπτουργώ]], [[φιλοτεχνώ]] λεπτουργήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[εγχάραξη]] ή [[σφυρηλάτηση]] [[απεικονίζω]] [[κάτι]] (α. «τορεύειν πόντον», Ανακρ.<br />β. «τορεύειν μάχην», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με το ύφος του. λόγου) [[καθιστώ]] περίτεχνο, [[καλλωπίζω]], [[στολίζω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[τορεύω]] ᾠδήν» — [[καθιστώ]] το [[τραγούδι]] ηχηρό, διαπεραστικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τορ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας <i>τερ</i>- του [[τείρω]] «[[διατρυπώ]]», πιθ. αναλογικά [[προς]] το [[χαλκεύω]]. Ο τ. συγχέεται [[συχνά]] με το ρ. [[τορνεύω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τορεύω:''' μέλ. <i>τορεύσω</i>, ([[τόρος]]) [[δουλεύω]] πάνω σε [[ανάγλυφο]], σε Στράβ.· με αιτ., [[παριστάνω]] [[κάτι]] κατ' αυτόν τον τρόπο, δηλ. ανάγλυφα, σε Ανθ.
}}
}}