ταφή: Difference between revisions

668 bytes added ,  31 December 2018
6
(40)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[ταπή]] Α<br />η [[τοποθέτηση]] νεκρού σώματος [[μέσα]] στη γη, [[μέσα]] σε τάφο, [[ενταφιασμός]], [[θάψιμο]] (α. «στην [[ταφή]] σου με την [[πάχνη]] χύν' η [[βρύση]] το [[νερό]]», <b>Σολωμ.</b><br />β. «αἱ γενεαὶ πᾱσαι ὕμνον τῇ ταφῇ σου προσφέρουσι, Χριστέ μου», Ακολ. Μ. Εβδομ.<br />γ. «ταφῆς ἀξίας μετέχουσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τόπος]] ενταφιασμού, [[νεκροταφείο]] («Ἀγχιμολίου εἰσὶ ταφαί», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δοχείο]] που περιέχει την [[τέφρα]] νεκρού<br /><b>3.</b> [[σαρκοφάγος]]<br /><b>4.</b> [[μούμια]]<br /><b>5.</b> η [[δαπάνη]] που γίνεται για τον ενταφιασμό («τὸν τὴν ταφὴν τοῡ πατρὸς οὐκ ἀπειληφότα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ταφαί</i><br />[[τρόπος]] ενταφιασμού («θρῆνοι δὲ καὶ ταφαί σφεων εἰσὶ αἵδε», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ταφ</i>- του ρ. <i>θάπ</i>-<i>τω</i> (<b>βλ. λ.</b> [[θάπτω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ή</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σφαγ</i>-<i>ή</i>). Ο τ. [[ταπή]] με [[τροπή]] του δασέος <i>φ</i> στο αντίστοιχο ψιλό].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[ταπή]] Α<br />η [[τοποθέτηση]] νεκρού σώματος [[μέσα]] στη γη, [[μέσα]] σε τάφο, [[ενταφιασμός]], [[θάψιμο]] (α. «στην [[ταφή]] σου με την [[πάχνη]] χύν' η [[βρύση]] το [[νερό]]», <b>Σολωμ.</b><br />β. «αἱ γενεαὶ πᾱσαι ὕμνον τῇ ταφῇ σου προσφέρουσι, Χριστέ μου», Ακολ. Μ. Εβδομ.<br />γ. «ταφῆς ἀξίας μετέχουσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τόπος]] ενταφιασμού, [[νεκροταφείο]] («Ἀγχιμολίου εἰσὶ ταφαί», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δοχείο]] που περιέχει την [[τέφρα]] νεκρού<br /><b>3.</b> [[σαρκοφάγος]]<br /><b>4.</b> [[μούμια]]<br /><b>5.</b> η [[δαπάνη]] που γίνεται για τον ενταφιασμό («τὸν τὴν ταφὴν τοῡ πατρὸς οὐκ ἀπειληφότα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ταφαί</i><br />[[τρόπος]] ενταφιασμού («θρῆνοι δὲ καὶ ταφαί σφεων εἰσὶ αἵδε», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ταφ</i>- του ρ. <i>θάπ</i>-<i>τω</i> (<b>βλ. λ.</b> [[θάπτω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ή</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σφαγ</i>-<i>ή</i>). Ο τ. [[ταπή]] με [[τροπή]] του δασέος <i>φ</i> στο αντίστοιχο ψιλό].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τᾰφή:''' ἡ ([[θάπτω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[θάψιμο]], Λατ. [[sepultura]], σε Ηρόδ.· [[τρόπος]] ταφής, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> στον πληθ. επίσης, [[τόπος]] ταφής, κοιμητήριο, σε Ηρόδ., Σοφ.· στον ενικ., <i>σῆς εἰ στερήσομαι ταφῆς</i>, λέγεται για την τεφροδόχο η οποία θεωρείτο ότι περιείχε την [[τέφρα]] του Ορέστη, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[δαπάνη]] για την [[ταφή]], έξοδα κηδείας, σε Δημ.
}}
}}