τοῖχος: Difference between revisions

6
(41)
(6)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / τοῑχος, ΝΜΑ<br />οικοδομικό [[έργο]] λιθοδομής ή πλινθοδομής, [[κατά]] κανόνα μορφής κατακόρυφου επιπέδου, αποτελούμενο από υπερκείμενα δομικά υλικά, [[συνήθως]] συνδεδεμένα με [[κονίαμα]], που χτίζεται για να περιφράξει έναν χώρο ή να στηρίξει [[κάτι]], κν. [[σήμερα]] ντουβαρι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «και οι τοίχοι έχουν αφτιά» — δηλώνει ότι [[πρέπει]] [[κανείς]] να προσέχει και να παίρνει προφυλάξεις όταν πρόκειται να εκμυστηρευθεί σε κάποιον ένα [[μυστικό]]<br />β) «[[χτυπώ]] το [[κεφάλι]] μου στον τοίχο» — [[μετανιώνω]] [[πικρά]]<br />γ) «στον τοίχο [[μιλώ]] [ή τά λέω]» — λέγεται σε περιπτώσεις που ο [[συνομιλητής]] κάποιου δεν δίνει [[σημασία]], αδιαφορεί ή κωφεύει<br />δ) «τον τοίχο να ξύσεις, θα το βρεις» — λέγεται για [[κάτι]] που μπορεί [[κανείς]] να βρει εύκολα<br />ε) «περπατάει τοίχο τοίχο» — περπατάει με [[προφύλαξη]]<br />στ) «[[κόβω]] από τον τοίχο» — λέγεται για [[κάτι]] που [[είναι]] δύσκολο να το βρει [[κανείς]], να το αποκτήσει («που να τά βρω τα λεφτά, να τά κόψω από τον τοίχο;»)<br />ζ) «βάρεσε τον κώλο του στον τοίχο» — χρεωκόπησε<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[πλευρά]] σκηνής<br /><b>2.</b> (εσφ. γρφ.) [[τείχος]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>oἱ τοῑχοι</i><br />α) τα τοιχώματα, οι πλευρές πλοίου («αὐτὰρ ἐγὼ διὰ νηὸς ἐφοίτων, ὄφρ' ἀπὸ τοίχους λῡσε [[κλύδων]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) τα [[πλευρά]] του ανθρώπινου σώματος<br />γ) τα τοιχώματα ποτηριού ή αγγείου («ποτήρια πλατέα τοίχους οὐκ ἔχοντ'», Φερεκρ.)<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «τοίχους τοὺς δύο ἐπαλείφειν» — λέγεται για κάποιον που αμφιταλαντεύεται (<b>Παυσ.</b>)<br />β) «ὁ εὖ πράττων [ή εὐτυχὴς] τοῑχος» — λέγεται για εκείνον που κάνει [[πάντοτε]] μόνον ό,τι τον εξυπηρετεί και τον συμφέρει (<b>Αριστοφ.</b>-<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[τείχος]]].
|mltxt=ο / τοῑχος, ΝΜΑ<br />οικοδομικό [[έργο]] λιθοδομής ή πλινθοδομής, [[κατά]] κανόνα μορφής κατακόρυφου επιπέδου, αποτελούμενο από υπερκείμενα δομικά υλικά, [[συνήθως]] συνδεδεμένα με [[κονίαμα]], που χτίζεται για να περιφράξει έναν χώρο ή να στηρίξει [[κάτι]], κν. [[σήμερα]] ντουβαρι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «και οι τοίχοι έχουν αφτιά» — δηλώνει ότι [[πρέπει]] [[κανείς]] να προσέχει και να παίρνει προφυλάξεις όταν πρόκειται να εκμυστηρευθεί σε κάποιον ένα [[μυστικό]]<br />β) «[[χτυπώ]] το [[κεφάλι]] μου στον τοίχο» — [[μετανιώνω]] [[πικρά]]<br />γ) «στον τοίχο [[μιλώ]] [ή τά λέω]» — λέγεται σε περιπτώσεις που ο [[συνομιλητής]] κάποιου δεν δίνει [[σημασία]], αδιαφορεί ή κωφεύει<br />δ) «τον τοίχο να ξύσεις, θα το βρεις» — λέγεται για [[κάτι]] που μπορεί [[κανείς]] να βρει εύκολα<br />ε) «περπατάει τοίχο τοίχο» — περπατάει με [[προφύλαξη]]<br />στ) «[[κόβω]] από τον τοίχο» — λέγεται για [[κάτι]] που [[είναι]] δύσκολο να το βρει [[κανείς]], να το αποκτήσει («που να τά βρω τα λεφτά, να τά κόψω από τον τοίχο;»)<br />ζ) «βάρεσε τον κώλο του στον τοίχο» — χρεωκόπησε<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[πλευρά]] σκηνής<br /><b>2.</b> (εσφ. γρφ.) [[τείχος]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>oἱ τοῑχοι</i><br />α) τα τοιχώματα, οι πλευρές πλοίου («αὐτὰρ ἐγὼ διὰ νηὸς ἐφοίτων, ὄφρ' ἀπὸ τοίχους λῡσε [[κλύδων]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) τα [[πλευρά]] του ανθρώπινου σώματος<br />γ) τα τοιχώματα ποτηριού ή αγγείου («ποτήρια πλατέα τοίχους οὐκ ἔχοντ'», Φερεκρ.)<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «τοίχους τοὺς δύο ἐπαλείφειν» — λέγεται για κάποιον που αμφιταλαντεύεται (<b>Παυσ.</b>)<br />β) «ὁ εὖ πράττων [ή εὐτυχὴς] τοῑχος» — λέγεται για εκείνον που κάνει [[πάντοτε]] μόνον ό,τι τον εξυπηρετεί και τον συμφέρει (<b>Αριστοφ.</b>-<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[τείχος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τοῖχος:''' ὁ ([[τεῖχος]]),<br /><b class="num">1.</b> [[τοίχος]] οικίας ή αυλής, Λατ. [[paries]], σε Όμηρ., Αττ.· στον πληθ., τα πλάγια ή τα [[πλευρά]] πλοίου, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για το ανθρώπινο [[σώμα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> παροιμ., ὁ εὖ πράττων [[τοῖχος]], σε Αριστοφ.
}}
}}