τομός: Difference between revisions

331 bytes added ,  31 December 2018
6
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που τέμνει, [[κοφτερός]] («ὁ μὲν σφαγεὺς ἔστηκεν ᾗ τομώτατος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[οξύς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τομῶς</i> Α<br /><b>1.</b> με [[οξύτητα]]<br /><b>2.</b> [[ταχέως]], [[γρήγορα]]<br /><b>3.</b> [[σαφώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] με καταβιβασμό του τόνου].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που τέμνει, [[κοφτερός]] («ὁ μὲν σφαγεὺς ἔστηκεν ᾗ τομώτατος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[οξύς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τομῶς</i> Α<br /><b>1.</b> με [[οξύτητα]]<br /><b>2.</b> [[ταχέως]], [[γρήγορα]]<br /><b>3.</b> [[σαφώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] με καταβιβασμό του τόνου].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τομός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[τέμνω]], αυτός που κόβει, που τέμνει, <i>ἕστηκεν ᾗ τομώτατος</i>, είναι τοποθετημένος κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι [[πολύ]] [[κοφτερός]], σε Σοφ.
}}
}}