τέχνημα: Difference between revisions

6
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[τεχνῶμαι]]<br />το [[προϊόν]] έντεχνης εργασίας<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[τεχνούργημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πανούργο [[επινόημα]], [[τέχνασμα]] («κάπηλα προσφέρων τεχνήματα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επινόηση]], [[εφεύρεση]] («ἧ καλόν, ἦν δ' ἐγώ, [[τέχνημα]] ἄρα κέκτησαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (και για πρόσ. όταν χρησιμοποιείται το αφηρημένο [[αντί]] του συγκεκριμένου) αυτός που χρησιμοποιεί τεχνάσματα («πανουργίας δεινῆς [[τέχνημα]]» — ο Φιλοκτήτης [[προς]] τον Νεοπτόλεμο, <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=το, ΝΑ [[τεχνῶμαι]]<br />το [[προϊόν]] έντεχνης εργασίας<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[τεχνούργημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πανούργο [[επινόημα]], [[τέχνασμα]] («κάπηλα προσφέρων τεχνήματα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επινόηση]], [[εφεύρεση]] («ἧ καλόν, ἦν δ' ἐγώ, [[τέχνημα]] ἄρα κέκτησαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (και για πρόσ. όταν χρησιμοποιείται το αφηρημένο [[αντί]] του συγκεκριμένου) αυτός που χρησιμοποιεί τεχνάσματα («πανουργίας δεινῆς [[τέχνημα]]» — ο Φιλοκτήτης [[προς]] τον Νεοπτόλεμο, <b>Σοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''τέχνημα:''' -ατος, τό ([[τεχνάομαι]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> = [[τέχνασμα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για άνθρωπο, το αφηρημένο κείται αντί του συγκεκριμένου, πανουργίας [[τέχνημα]], [[αριστούργημα]] κακίας, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[τέχνασμα]], [[απάτη]], δόλια [[επινόηση]], σε Ευρ.· γενικά, [[επινόηση]], [[εφεύρεση]], σε Πλάτ.
}}
}}