ὑλαγμός: Difference between revisions

6
(42)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[ὕλαγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. του ρ. [[ὑλάω]], -<i>ῶ</i> «[[γαβγίζω]], [[φωνάζω]]», με ουρανική εκφραστική [[παρέκταση]] -<i>γ</i>- και κατάλ. -<i>μός</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἰυγμός]], [[οἰμωγμός]]). Η λ. συνδέεται, ως [[προς]] τον σχηματισμό της, με το ρ. [[ὑλάσσω]]].
|mltxt=ὁ, Α<br />[[ὕλαγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. του ρ. [[ὑλάω]], -<i>ῶ</i> «[[γαβγίζω]], [[φωνάζω]]», με ουρανική εκφραστική [[παρέκταση]] -<i>γ</i>- και κατάλ. -<i>μός</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἰυγμός]], [[οἰμωγμός]]). Η λ. συνδέεται, ως [[προς]] τον σχηματισμό της, με το ρ. [[ὑλάσσω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑλαγμός:''' [ῠ], ὁ ([[ὑλάω]]), γαύγισμα, [[υλακή]], ουρλιαχτό, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.
}}
}}