ὑπερκολακεύω: Difference between revisions

6
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[κολακεύω]] κάποιον πολύ.
|mltxt=Α<br />[[κολακεύω]] κάποιον πολύ.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερκολᾰκεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[κολακεύω]] υπέρμετρα, υπερβολικά, σε Δημ.
}}
}}