3,277,636
edits
(6_3) |
(6) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποκλίνομαι''': [ῑ], Παθ. κλίνομαι, [[πλαγιάζω]] [[ὑποκάτω]] τινός, [[μετὰ]] δοτ. σχοίνῳ ὑπεκλίνθη Ὀδ. Ε. 463, πρβλ. Ἀνθ. Παλατ. 9. 71, κλπ.˙ Βάκχῳ ὑποκλινθεῖσα = ὑποδμηθεῖσα Ὀρφ. Ἀργον. 196˙ μαζὸς ὑπεκλίνθη, κρέμαται πρὸς τὰ [[κάτω]], ἐπὶ γυναικὸς ῥικνώδους [[ἕνεκα]] γήρατος, Ἀνθ. Παλατ. 5. 273˙ ἐπὶ ἀστέρων, βαίνω πρὸς τὴν δύσιν, «ἀστέρες ὑποκλινόμενοι» Ρήτορες (Walz) 1. 512. 2) [[ὑποκύπτω]], εἴ νύ κε παῦροι ἐόντες ὑποκλίνθητε φάλαγγι ἡμετέρῃ, [[τότε]]... Ὀρφ. Ἀργ. 851˙ - τὸ ἐνεργ., ὑποκλ. τινὰ παρὰ Γρηγ. τῷ Ναζ. τ. 1, σ. 328C. | |lstext='''ὑποκλίνομαι''': [ῑ], Παθ. κλίνομαι, [[πλαγιάζω]] [[ὑποκάτω]] τινός, [[μετὰ]] δοτ. σχοίνῳ ὑπεκλίνθη Ὀδ. Ε. 463, πρβλ. Ἀνθ. Παλατ. 9. 71, κλπ.˙ Βάκχῳ ὑποκλινθεῖσα = ὑποδμηθεῖσα Ὀρφ. Ἀργον. 196˙ μαζὸς ὑπεκλίνθη, κρέμαται πρὸς τὰ [[κάτω]], ἐπὶ γυναικὸς ῥικνώδους [[ἕνεκα]] γήρατος, Ἀνθ. Παλατ. 5. 273˙ ἐπὶ ἀστέρων, βαίνω πρὸς τὴν δύσιν, «ἀστέρες ὑποκλινόμενοι» Ρήτορες (Walz) 1. 512. 2) [[ὑποκύπτω]], εἴ νύ κε παῦροι ἐόντες ὑποκλίνθητε φάλαγγι ἡμετέρῃ, [[τότε]]... Ὀρφ. Ἀργ. 851˙ - τὸ ἐνεργ., ὑποκλ. τινὰ παρὰ Γρηγ. τῷ Ναζ. τ. 1, σ. 328C. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑποκλίνομαι:''' [ῑ], Παθ., [[ακουμπώ]], αναπαύομαι ή [[ξαπλώνω]] [[κάτω]] από, με δοτ., <i>σχοίνῳ ὑπεκλίνθη</i>, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |