3,274,917
edits
(44) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[φερτός]], -ή, -όν, ΝΑ [[φέρω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εισάγεται ή προέρχεται από έξω, από [[άλλη]] [[χώρα]] («φερτά προϊόντα»)<br /><b>2.</b> αυτός που μεταφέρεται και αποτίθεται από ένα [[μέρος]] σε [[άλλο]] («φερτές ύλες»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[υποφερτός]]. | |mltxt=-ή, -ό / [[φερτός]], -ή, -όν, ΝΑ [[φέρω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εισάγεται ή προέρχεται από έξω, από [[άλλη]] [[χώρα]] («φερτά προϊόντα»)<br /><b>2.</b> αυτός που μεταφέρεται και αποτίθεται από ένα [[μέρος]] σε [[άλλο]] («φερτές ύλες»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[υποφερτός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φερτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[φέρω]], αυτός που υποφέρεται, [[υποφερτός]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |