φιλοζέφυρος: Difference between revisions

6
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για τόπους) αυτός που αγαπά τον δυτικό άνεμο, αυτός στον οποίο πνέει [[συνήθως]] ο [[ζέφυρος]] («φιλοζέφυροι λειμῶνες», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ζέφυρος]] «[[δυτικός]] [[άνεμος]]»].
|mltxt=-ον, Α<br />(για τόπους) αυτός που αγαπά τον δυτικό άνεμο, αυτός στον οποίο πνέει [[συνήθως]] ο [[ζέφυρος]] («φιλοζέφυροι λειμῶνες», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ζέφυρος]] «[[δυτικός]] [[άνεμος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοζέφῠρος:''' -ον, αυτός που αγαπά το δυτικό άνεμο, σε Ανθ.
}}
}}