φιλέταιρος: Difference between revisions

6
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[φιλέταιρος]], -ον, ΝΑ, και [[φιλοέταιρος]] Α<br />αυτός που αγαπά τους συντρόφους, που [[είναι]] [[πιστός]] και αφοσιωμένος σε αυτούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο φιλέταφος</i><br /><b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] γένους στρουθιόμορφων πτηνών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλέταιρον</i><br />η φιλεταιρ(ε)ία. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φιλεταίρως</i> Α<br />με φιλεταιρ(ε)ία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἑταῖρος]] «[[σύντροφος]]»].
|mltxt=-η, -ο / [[φιλέταιρος]], -ον, ΝΑ, και [[φιλοέταιρος]] Α<br />αυτός που αγαπά τους συντρόφους, που [[είναι]] [[πιστός]] και αφοσιωμένος σε αυτούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο φιλέταφος</i><br /><b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] γένους στρουθιόμορφων πτηνών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλέταιρον</i><br />η φιλεταιρ(ε)ία. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φιλεταίρως</i> Α<br />με φιλεταιρ(ε)ία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἑταῖρος]] «[[σύντροφος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλέταιρος:''' αυτός που αγαπά τη [[συντροφιά]] κάποιου ή είναι [[θιασώτης]] του, [[πιστός]], σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. <i>-ρως</i>, σε Αισχίν.
}}
}}