φλύαρος: Difference between revisions

6
(45)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο / [[φλύαρος]], -ον, ΝΜΑ<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που λέει φλυαρίες, [[πολυλογάς]], [[σαχλαμάρας]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ευήθης]], [[ανόητος]], [[χαζός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγους, σκέψεις, εκδηλώσεις) [[ανόητος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φλύαρα</i> / [[φλυάρως]], ΝΜΑ<br />με φλύαρο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ουσ. [[φλύαρος]] ως</i> επίθ. (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[φλύαρος]] [ΙΙ])].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[μωρολογία]], [[ανοησία]], [[φλυαρία]] («αὗται γάρ τοι μόναι εἰσὶ θεαί, [[τἆλλα]] δὲ πάντ' ἐστι [[φλύαρος]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[πολυλογάς]], [[σαχλαμάρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. του καθημερινού λεξιλογίου τών Αρχαίων, η οποία απαντά αρχικά στην κωμική [[κυρίως]] [[ποίηση]] και χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τόσο τον δράστη της ενέργειας όσο και την [[ίδια]] την [[ενέργεια]] (<b>πρβλ.</b> [[φλήναφος]], [[φλύαξ]]). Η λ. [[φλύαρος]] συνδέεται με το ρ. [[φλύω]] «[[φλυαρώ]]» (<b>βλ. λ.</b> [[φλύω]]) και, [[κατά]] την πιθανότερη [[άποψη]], αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. ενός αρχικού αμάρτυρου επιθ. <i>φλυα</i>-<i>ρός</i>, σχηματισμένον από ένα αμάρτυρο θηλ. <i>φλυᾱ</i> με σημ. «[[φλυαρία]]» (για ανάλογη [[υπόθεση]] ύπαρξης ενός τέτοιου θηλ. με διαφορετική, όμως, σημ. «[[γονιμότητα]]» <b>βλ. λ.</b> [[Φλοιάσιος]]) με [[επίθημα]] -<i>ρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀνια</i>-<i>ρός</i>, <i>λυπη</i>-<i>ρός</i>). Στη [[συνέχεια]], η λ. τονίστηκε στην [[προπαραλήγουσα]] με [[γενίκευση]] του τονισμού της κλητικής <i>φλύαρε</i> (για το [[φαινόμενο]] αυτό <b>πρβλ.</b> και [[μοχθηρός]]: <i>μόχθηρος</i>, [[μωρός]]: <i>μῶρος</i>, [[πονηρός]]: [[πόνηρος]]). Ωστόσο, ο [[τρόπος]] σχηματισμού της λ. παραμένει ανεπιβεβαίωτος, ενώ έχει διατυπωθεί και η [[άποψη]] ότι πρόκειται για υποχωρητ. παρ. του ρ. <i>φλυαρῶ</i>, [[χωρίς]] όμως να ερμηνεύεται ο [[σχηματισμός]] του ρ. [[αυτού]], [[γεγονός]] που καθιστά την [[άποψη]] λιγότερο πιθανή. Προβλήματα γεννά, εξάλλου, και η [[διατήρηση]] του μακρού -<i>ᾱ</i>- στον τ. <i>φλύᾱρος</i>, η οποία, [[κατά]] μία [[άποψη]], ερμηνεύεται ως χαρακτηριστικό της αττικής διαλ. σε [[περιβάλλον]] [[μετά]] από -<i>υ</i>- (<i>σικύᾱ</i>), ενώ, κατ' άλλους, εξηγείται με [[βάση]] την [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για δωρ. τ. τον οποίο δανείστηκαν οι υπόλοιπες διάλεκτοι].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο / [[φλύαρος]], -ον, ΝΜΑ<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που λέει φλυαρίες, [[πολυλογάς]], [[σαχλαμάρας]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ευήθης]], [[ανόητος]], [[χαζός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγους, σκέψεις, εκδηλώσεις) [[ανόητος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φλύαρα</i> / [[φλυάρως]], ΝΜΑ<br />με φλύαρο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ουσ. [[φλύαρος]] ως</i> επίθ. (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[φλύαρος]] [ΙΙ])].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[μωρολογία]], [[ανοησία]], [[φλυαρία]] («αὗται γάρ τοι μόναι εἰσὶ θεαί, [[τἆλλα]] δὲ πάντ' ἐστι [[φλύαρος]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[πολυλογάς]], [[σαχλαμάρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. του καθημερινού λεξιλογίου τών Αρχαίων, η οποία απαντά αρχικά στην κωμική [[κυρίως]] [[ποίηση]] και χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τόσο τον δράστη της ενέργειας όσο και την [[ίδια]] την [[ενέργεια]] (<b>πρβλ.</b> [[φλήναφος]], [[φλύαξ]]). Η λ. [[φλύαρος]] συνδέεται με το ρ. [[φλύω]] «[[φλυαρώ]]» (<b>βλ. λ.</b> [[φλύω]]) και, [[κατά]] την πιθανότερη [[άποψη]], αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. ενός αρχικού αμάρτυρου επιθ. <i>φλυα</i>-<i>ρός</i>, σχηματισμένον από ένα αμάρτυρο θηλ. <i>φλυᾱ</i> με σημ. «[[φλυαρία]]» (για ανάλογη [[υπόθεση]] ύπαρξης ενός τέτοιου θηλ. με διαφορετική, όμως, σημ. «[[γονιμότητα]]» <b>βλ. λ.</b> [[Φλοιάσιος]]) με [[επίθημα]] -<i>ρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀνια</i>-<i>ρός</i>, <i>λυπη</i>-<i>ρός</i>). Στη [[συνέχεια]], η λ. τονίστηκε στην [[προπαραλήγουσα]] με [[γενίκευση]] του τονισμού της κλητικής <i>φλύαρε</i> (για το [[φαινόμενο]] αυτό <b>πρβλ.</b> και [[μοχθηρός]]: <i>μόχθηρος</i>, [[μωρός]]: <i>μῶρος</i>, [[πονηρός]]: [[πόνηρος]]). Ωστόσο, ο [[τρόπος]] σχηματισμού της λ. παραμένει ανεπιβεβαίωτος, ενώ έχει διατυπωθεί και η [[άποψη]] ότι πρόκειται για υποχωρητ. παρ. του ρ. <i>φλυαρῶ</i>, [[χωρίς]] όμως να ερμηνεύεται ο [[σχηματισμός]] του ρ. [[αυτού]], [[γεγονός]] που καθιστά την [[άποψη]] λιγότερο πιθανή. Προβλήματα γεννά, εξάλλου, και η [[διατήρηση]] του μακρού -<i>ᾱ</i>- στον τ. <i>φλύᾱρος</i>, η οποία, [[κατά]] μία [[άποψη]], ερμηνεύεται ως χαρακτηριστικό της αττικής διαλ. σε [[περιβάλλον]] [[μετά]] από -<i>υ</i>- (<i>σικύᾱ</i>), ενώ, κατ' άλλους, εξηγείται με [[βάση]] την [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για δωρ. τ. τον οποίο δανείστηκαν οι υπόλοιπες διάλεκτοι].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φλύᾱρος:''' [ῠ], ὁ ([[φλύω]]),<br /><b class="num">I.</b> ανόητη [[κουβέντα]], [[ανοησία]], [[μωρολογία]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανόητος]] [[ομιλητής]], [[φαφλατάς]], [[φλύαρος]], σε Πλάτ., Κ.Δ.
}}
}}