φοινίσσω: Difference between revisions

6
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[φοινίζω]] Α [[φοῑνιξ</i> (Ι), -<i>οίνικος]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] κόκκινο σαν το [[αίμα]], το [[κοκκινίζω]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[προξενώ]] έντονο [[ερύθημα]]<br /><b>3.</b> (στη διάλεκτο τών Περραιβών) [[περιβρέχω]] [[κάτι]] με [[αίμα]]<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[γίνομαι]] [[κόκκινος]] σαν το [[αίμα]].
|mltxt=και [[φοινίζω]] Α [[φοῑνιξ</i> (Ι), -<i>οίνικος]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] κόκκινο σαν το [[αίμα]], το [[κοκκινίζω]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[προξενώ]] έντονο [[ερύθημα]]<br /><b>3.</b> (στη διάλεκτο τών Περραιβών) [[περιβρέχω]] [[κάτι]] με [[αίμα]]<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[γίνομαι]] [[κόκκινος]] σαν το [[αίμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φοινίσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i> ([[φοινός]]), [[κοκκινίζω]], κάνω [[κάτι]] κόκκινο, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., σε Ευρ. — Παθ., είμαι ή [[γίνομαι]] [[ερυθρός]], [[κόκκινος]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}