χιτωνίσκος: Difference between revisions

6
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[κιθωνίσκος]] Α<br />υποκορ. τ. του [[χιτώνας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] στενού και ριχτού γυναικείου φορέματος<br /><b>2.</b> εξωτερικό [[περίβλημα]] σπυριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χιτών]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὀβελ</i>-<i>ίσκος</i>)].
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[κιθωνίσκος]] Α<br />υποκορ. τ. του [[χιτώνας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] στενού και ριχτού γυναικείου φορέματος<br /><b>2.</b> εξωτερικό [[περίβλημα]] σπυριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χιτών]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὀβελ</i>-<i>ίσκος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χῐτωνίσκος:''' ὁ, υποκορ. του [[χιτών]], [[κοντό]] [[ένδυμα]] που φοριόταν από άνδρες, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για γυναίκες, [[πουκάμισο]], σε Δημ.
}}
}}