χρονίζω: Difference between revisions

6
(47b)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[χρόνος]]<br /><b>(αμτβ.)</b><br /><b>1.</b> [[αργοπορώ]] αδικαιολόγητα, [[χασομερώ]]<br /><b>2.</b> (για νόσο) [[γίνομαι]] [[χρόνιος]]<br /><b>3.</b> [[διαρκώ]] πολύ<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σπαταλώ]] τον χρόνο μου, [[χάνω]] τον καιρό μου («Καμβύσῃ δὲ τῷ Κύρου χρονίζοντι περὶ Αἴγυπτον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαρκώ]] πολύ χρόνο («χρονιζούσης τῆς πολιορκίας», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (με κατηγ. μτχ.) [[εξακολουθώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]] για μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br /><b>4.</b> (για [[κρασί]]) [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[παλαιός]]<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>χρονίζομαι</i><br />α) επιμηκύνομαι, παρατείνομαι («χρονιζομένην δ' εὔνοιαν καὶ εἰς συνήθειαν ἀφικνουμένην γίνεσθαι φιλίαν», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) [[γερνώ]]<br />γ) [[γίνομαι]] [[πρόσκαιρος]], [[προσωρινός]].
|mltxt=ΝΜΑ [[χρόνος]]<br /><b>(αμτβ.)</b><br /><b>1.</b> [[αργοπορώ]] αδικαιολόγητα, [[χασομερώ]]<br /><b>2.</b> (για νόσο) [[γίνομαι]] [[χρόνιος]]<br /><b>3.</b> [[διαρκώ]] πολύ<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σπαταλώ]] τον χρόνο μου, [[χάνω]] τον καιρό μου («Καμβύσῃ δὲ τῷ Κύρου χρονίζοντι περὶ Αἴγυπτον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαρκώ]] πολύ χρόνο («χρονιζούσης τῆς πολιορκίας», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (με κατηγ. μτχ.) [[εξακολουθώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]] για μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br /><b>4.</b> (για [[κρασί]]) [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[παλαιός]]<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>χρονίζομαι</i><br />α) επιμηκύνομαι, παρατείνομαι («χρονιζομένην δ' εὔνοιαν καὶ εἰς συνήθειαν ἀφικνουμένην γίνεσθαι φιλίαν», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) [[γερνώ]]<br />γ) [[γίνομαι]] [[πρόσκαιρος]], [[προσωρινός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χρονίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i> ([[χρόνος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αμτβ., [[σπαταλώ]] χρόνο, σε Ηρόδ.· [[διαρκώ]] [[πολύ]], [[αργώ]], [[χρονοτριβώ]], [[καθυστερώ]], είμαι [[αργός]], σε Αισχύλ., Θουκ.· με απαρ., [[καθυστερώ]] να κάνω, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, <i>χρονίζον μένειν</i>, παραμενω [[μακρύς]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., επί [[μακρόν]], παρατείνομαι ή επιμηκύνομαι, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> αυξάνομαι, <i>χρονισθείς</i>, [[μεγαλώνω]], στον ίδ.
}}
}}