χείριος: Difference between revisions

6
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, Α [[χείρ]], <i>χειρός</i>]<br />[[υποχείριος]], αυτός που βρίσκεται υπό την [[εξουσία]] άλλου («[[προλείπω]] βωμὸν ἥδε χειρία σφάζειν, φονεύειν», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=-ία, -ον, Α [[χείρ]], <i>χειρός</i>]<br />[[υποχείριος]], αυτός που βρίσκεται υπό την [[εξουσία]] άλλου («[[προλείπω]] βωμὸν ἥδε χειρία σφάζειν, φονεύειν», <b>Ευρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''χείριος:''' -α, -ον, = [[ὑποχείριος]], μέσα στα χέρια, [[κάτω]] από τη [[δύναμη]] ή τον έλεγχο, σε Ευρ.· συνηθέστερα με [[ρήμα]], χειρίαν [[ἀφείς]] τινι, με έχεις αφήσει ως αιχμάλωτο σε κάποιον [[άλλο]], σε Σοφ.· χείριον [[λαβεῖν]] τινα, [[λαμβάνω]] κάποιον υπό την [[εξουσία]] μου, σε Ευρ.
}}
}}