3,274,418
edits
(46) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[χειμέριος]], -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και [[χειμέριος]] Α<br />ο [[χειμερινός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «χειμέρια [[νάρκη]]»<br /><b>βιολ.</b> [[κατάσταση]] μειωμένης μεταβολικής δραστηριότητας και χαμηλής θερμοκρασίας, που εμφανίζεται τον χειμώνα σε ορισμένα θηλαστικά και σε ένα [[τουλάχιστον]] [[είδος]] πτηνών<br />β) «τεχνητή χειμέρια [[νάρκη]]»<br /><b>ιατρ.</b> η [[χειμερίαση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο εξαιρετικά [[βασανιστικός]] ή ο πολύ [[καταθλιπτικός]] («ἀλύοντα χειμερίῳ λύπᾳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θυελλώδης]], [[τρικυμιώδης]] («χειμερίου θαλάττης», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> (για χρονικές περιόδους) αυτός που χαρακτηρίζεται από σφοδρή [[κακοκαιρία]]<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) α) [[ψυχρός]], [[κρύος]]<br />β) αυτός που υφίσταται την [[επίδραση]] δυσμενών καιρικών συνθηκών («ἀκτὰ [[χειμερία]] [[κυματοπλήξ]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ χειμέρια</i><br />[[βαρυχειμωνιά]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>χειμέρια</i><br />με σφοδρό τρόπο («χειμέρια βροντᾷ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ἦρ χειμέριον» — ψυχρή [[άνοιξη]] <b>(Ιπποκρ.)</b><br />β) «ἐν χειμερίοις» — σε ψυχρούς τόπους (<b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χειμερίως</i> Α<br />με [[σφοδρότητα]], με [[ορμητικότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[χειμώνας]]]. | |mltxt=-α, -ο / [[χειμέριος]], -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και [[χειμέριος]] Α<br />ο [[χειμερινός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «χειμέρια [[νάρκη]]»<br /><b>βιολ.</b> [[κατάσταση]] μειωμένης μεταβολικής δραστηριότητας και χαμηλής θερμοκρασίας, που εμφανίζεται τον χειμώνα σε ορισμένα θηλαστικά και σε ένα [[τουλάχιστον]] [[είδος]] πτηνών<br />β) «τεχνητή χειμέρια [[νάρκη]]»<br /><b>ιατρ.</b> η [[χειμερίαση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο εξαιρετικά [[βασανιστικός]] ή ο πολύ [[καταθλιπτικός]] («ἀλύοντα χειμερίῳ λύπᾳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θυελλώδης]], [[τρικυμιώδης]] («χειμερίου θαλάττης», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> (για χρονικές περιόδους) αυτός που χαρακτηρίζεται από σφοδρή [[κακοκαιρία]]<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) α) [[ψυχρός]], [[κρύος]]<br />β) αυτός που υφίσταται την [[επίδραση]] δυσμενών καιρικών συνθηκών («ἀκτὰ [[χειμερία]] [[κυματοπλήξ]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ χειμέρια</i><br />[[βαρυχειμωνιά]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>χειμέρια</i><br />με σφοδρό τρόπο («χειμέρια βροντᾷ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ἦρ χειμέριον» — ψυχρή [[άνοιξη]] <b>(Ιπποκρ.)</b><br />β) «ἐν χειμερίοις» — σε ψυχρούς τόπους (<b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χειμερίως</i> Α<br />με [[σφοδρότητα]], με [[ορμητικότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[χειμώνας]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χειμέριος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[χεῖμα]])·<br /><b class="num">1.</b> [[χειμερινός]], [[θυελλώδης]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Σοφ.· <i>ὥρῃ χειμερίη</i>, η [[εποχή]] του χειμώνα ή των καταιγίδων, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· [[ἦμαρ]] χειμέριον, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>οἱ χειμεριώτατοι μῆνες</i>, οι πιο χειμερινοί, οι πιο θυελλώδεις μήνες, σε Ηρόδ.· [[χειμερία]] [[νύξ]], [[θυελλώδης]] [[νύχτα]] (την ώρα του καλοκαιριού), σε Θουκ.· ἀκτὰ [[χειμερία]] [[κυματοπλήξ]], [[ακτή]] που πλήττεται από θυελλώδη κύματα, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[χειμερία]] [[λύπη]], υπερβολική [[λύπη]], σε Σοφ.· [[χειμέριος]], γενικά σημαίνει [[χειμερινός]], [[θυελλώδης]], [[χειμερινός]], αυτός που ανήκει στην [[εποχή]] του χειμώνα. | |||
}} | }} |