διαφαρμακεύω: Difference between revisions

1b
(9)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαφαρμακεύω]] (Α)<br />[[χορηγώ]] φάρμακα.
|mltxt=[[διαφαρμακεύω]] (Α)<br />[[χορηγώ]] φάρμακα.
}}
{{elru
|elrutext='''διαφαρμᾰκεύω:''' исцелять (τοὺς κάμνοντας τῷ λόγῳ Plut.).
}}
}}