βαρύτης: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰρύτης:''' [ῠ], -ητος, ἡ ([[βαρύς]]),<br /><b class="num">I.</b> [[βάρος]], [[βαρύτητα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για τους ανθρώπους,<br /><b class="num">1.</b> [[φορτικότητα]], [[ενόχληση]], [[δυσαρέσκεια]], σε Δημ., Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> με θετική [[σημασία]], [[αξιοπρέπεια]], [[σοβαρότητα]], [[μεγαλοπρέπεια]], σε Αριστ., Πλούτ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για τον ήχο, [[δύναμη]], [[ισχύς]], [[βάθος]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''βᾰρύτης:''' [ῠ], -ητος, ἡ ([[βαρύς]]),<br /><b class="num">I.</b> [[βάρος]], [[βαρύτητα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για τους ανθρώπους,<br /><b class="num">1.</b> [[φορτικότητα]], [[ενόχληση]], [[δυσαρέσκεια]], σε Δημ., Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> με θετική [[σημασία]], [[αξιοπρέπεια]], [[σοβαρότητα]], [[μεγαλοπρέπεια]], σε Αριστ., Πλούτ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για τον ήχο, [[δύναμη]], [[ισχύς]], [[βάθος]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''βᾰρύτης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> тяжесть, тяжеловесность (β. καὶ [[κουφότης]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> нагруженность, перегрузка ([[νεῶν]] Thuc., Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> тяжелый нрав, суровость Dem., Polyb., Plat.; pl. Isocr.;<br /><b class="num">4)</b> ощущение тяжести (β. καὶ πλησμονὴ σώματος Plut.);<br /><b class="num">5)</b> онемелость, оцепенение ([[ναρκώδης]] Plut.; τῶν σκελῶν βαρύτητες Diod.);<br /><b class="num">6)</b> низкий тембр (φωνῆς Plat., Arst.);<br /><b class="num">7)</b> серьезность, степенность, важность ([[εὐσχήμων]] Arst.; τοῦ ἤθους Plut.);<br /><b class="num">8)</b> грам. понижение тона ([[accentus]] [[gravis]]) Arst.
}}
}}