καταρρακόω: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταρρᾰκόω:''' [[σχίζω]] σε κουρέλια· μτχ. Παθ. παρακ. <i>κατερρακωμένος</i>, αυτός που είναι ενδεδυμένος με κουρέλια, σε Σοφ.
|lsmtext='''καταρρᾰκόω:''' [[σχίζω]] σε κουρέλια· μτχ. Παθ. παρακ. <i>κατερρακωμένος</i>, αυτός που είναι ενδεδυμένος με κουρέλια, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταρρακόω:''' разрывать в клочья, растерзывать ([[ἄναρθρος]] καὶ κατερρακωμένος Soph.).
}}
}}