ἐπιλιμνάζω: Difference between revisions

2
(13)
(2)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιλιμνάζω]] (AM) [[λιμνάζω]]<br />[[κατακλύζω]], [[παρέχω]] πλουσιοπάροχα («[[[Χριστός]]] πάντων ἀγαθῶν ἐκ τοῡ οἰκείου πληρώματος τοῑς πᾱσιν ἐπιλιμνάζων»).
|mltxt=[[ἐπιλιμνάζω]] (AM) [[λιμνάζω]]<br />[[κατακλύζω]], [[παρέχω]] πλουσιοπάροχα («[[[Χριστός]]] πάντων ἀγαθῶν ἐκ τοῡ οἰκείου πληρώματος τοῑς πᾱσιν ἐπιλιμνάζων»).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιλιμνάζω:''' затоплять, наводнять, заболачивать (πεδία χειμάρροις ἐπιλελιμνασμένα Plut.).
}}
}}