εἴσοδος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἴσοδος:''' ή [[ἔσοδος]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[πέρασμα]], [[είσοδος]], δηλ. [[μπάσιμο]], [[δίοδος]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[είσοδος]], [[δικαίωμα]] ή [[προνόμιο]] εισόδου, στον ίδ., σε Ξεν.
|lsmtext='''εἴσοδος:''' ή [[ἔσοδος]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[πέρασμα]], [[είσοδος]], δηλ. [[μπάσιμο]], [[δίοδος]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[είσοδος]], [[δικαίωμα]] ή [[προνόμιο]] εισόδου, στον ίδ., σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''εἴσοδος:''' ион. и староатт. [[ἔσοδος]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> вход (ἀραιή Hom.; τοῦ ἱροῦ Her.; μίαν ἔχειν εἴσοδον Arst.; μάχεσθαι περὶ τῆς εἰσόδου Plut.);<br /><b class="num">2)</b> право входа (παρὰ βασιλῆα Her.);<br /><b class="num">3)</b> проникновение (ἡ εἴ. τοῦ ἀέρος ἀναπνοὴ καλεῖται Arst.);<br /><b class="num">4)</b> прибытие, поступление (τῆς δίκης εἰς τὸ [[δικαστήριον]] Plat.);<br /><b class="num">5)</b> приход, посещение (τινος Eur., Lys.);<br /><b class="num">6)</b> поступления, доход (εἴ. καὶ [[ἔξοδος]] Polyb.).
}}
}}