ἐσχατιά: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐσχᾰτιά:''' Ιων. -ιή, ἡ ([[ἔσχατος]]), έσχατο [[μέρος]], [[άκρο]], όριο, τελευταία [[σύνορα]] χώρας, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· στον πληθ., [[σύνορα]], σε Ηρόδ.· τα πέρατα του κόσμου, στον ίδ.
|lsmtext='''ἐσχᾰτιά:''' Ιων. -ιή, ἡ ([[ἔσχατος]]), έσχατο [[μέρος]], [[άκρο]], όριο, τελευταία [[σύνορα]] χώρας, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· στον πληθ., [[σύνορα]], σε Ηρόδ.· τα πέρατα του κόσμου, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐσχατιά:''' ион. ἐσχατιή ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> край, конец, граница, окраина (νήσου Hom.; τῆς οἰκουμένης Her.; sc. [[τῇς]] πόλεως Arst.; sc. ἀγροῦ Theocr.): (ἐπ᾽) ἐσχατιῇ и ἐπ᾽ ἐσχατιῆς Hom. с краю, на краю; ἐσχατιῇ πολέμοιο Hom. в конце поля сражения; ἐπ᾽ ἐσχατιῇ λιμένος Hom. в самом устье бухты; τόπον ἐσχατιαῖς (v. l. ἐσχατιᾶς) δέρκου Soph. окинь взором местность до горизонта; αἱ ἐσχατιαὶ τῆς Αἰτωλίδος Her. границы Этолиды;<br /><b class="num">2)</b> предел, верх совершенства (ἐ. ὄλβου Pind.): πρὸς ἐσχατιὰν ἀρεταῖσιν ἱκάνειν Pind. достигнуть вершины добродетелей;<br /><b class="num">3)</b> окончание, завершение, конец: ἀν᾽ ἐσχατιάν Pind. наконец.
}}
}}