εὔχορδος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔχορδος:''' -ον ([[χορδή]]), αυτός που έχει καλές χορδές, σε Πίνδ.
|lsmtext='''εὔχορδος:''' -ον ([[χορδή]]), αυτός που έχει καλές χορδές, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔχορδος:''' с певучими струнами ([[λύρα]] Pind.).
}}
}}