συμπνέω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπνέω:''' μέλ. <i>-πνεύσομαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[αναπνέω]] ή [[πνέω]] μαζί με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ανθ.· μεταφ., ἐμπαίοις τύχαισι [[συμπνέω]], [[πορεύομαι]] παράλληλα με τα ξεσπάσματα της τύχης, δηλ. [[υποχωρώ]], [[ενδίδω]] σ' αυτή, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[συμφωνώ]] με κάποιον, [[αποκτώ]] [[σύμπνοια]], σε Δημ.
|lsmtext='''συμπνέω:''' μέλ. <i>-πνεύσομαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[αναπνέω]] ή [[πνέω]] μαζί με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ανθ.· μεταφ., ἐμπαίοις τύχαισι [[συμπνέω]], [[πορεύομαι]] παράλληλα με τα ξεσπάσματα της τύχης, δηλ. [[υποχωρώ]], [[ενδίδω]] σ' αυτή, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[συμφωνώ]] με κάποιον, [[αποκτώ]] [[σύμπνοια]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπνέω:''' (aor. συπέπνευσα)<b class="num">1)</b> дышать вместе или одновременно: ἐμπνείοντι σ. Anth. вместе с другими пользоваться жизнью;<br /><b class="num">2)</b> быть единодушным, согласным Plat., Arst.; συμπνευσάντων [[ἡμῶν]] καὶ τῶν Θηβαίων Dem. при наличии единодушия между нами и фиванцами; ἡ [[πόλις]] [[οὔπω]] συμπεπνευκυῖα Plut. город, раздираемый еще междоусобиями;<br /><b class="num">3)</b> соглашаться, покоряться (τύχαισι Aesch.).
}}
}}