3,277,020
edits
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀθόρῠβος:''' -ον, αυτός που δεν έχει θόρυβο, ο [[ήσυχος]], σε Πλάτ.· επίρρ. <i>-βως</i>, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀθόρῠβος:''' -ον, αυτός που δεν έχει θόρυβο, ο [[ήσυχος]], σε Πλάτ.· επίρρ. <i>-βως</i>, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀθόρῠβος:''' бесшумный, спокойный, тихий ([[συνουσία]] Plat.; [[εἴσοδος]] Polyb.; [[ὄψις]], [[ἦθος]] Plut.). | |||
}} | }} |