ἀθόρυβος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀθόρῠβος:''' -ον, αυτός που δεν έχει θόρυβο, ο [[ήσυχος]], σε Πλάτ.· επίρρ. <i>-βως</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀθόρῠβος:''' -ον, αυτός που δεν έχει θόρυβο, ο [[ήσυχος]], σε Πλάτ.· επίρρ. <i>-βως</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀθόρῠβος:''' бесшумный, спокойный, тихий ([[συνουσία]] Plat.; [[εἴσοδος]] Polyb.; [[ὄψις]], [[ἦθος]] Plut.).
}}
}}