ἐπιλήσμων: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιλήσμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> (<i>ἐπιλήθομαι</i>), αυτός που συνηθίζει να ξεχνά, [[ξεχασιάρης]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., σε Ξεν., στον συγκρ. <i>ἐπιλησμονέστερος</i>, [[εκεί]] που ο Αριστοφ. παραδίδει το <i>ἐπιλησμότατος</i> (όπως αν προερχόταν από θετ. του [[ἐπίλησμος]]).
|lsmtext='''ἐπιλήσμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> (<i>ἐπιλήθομαι</i>), αυτός που συνηθίζει να ξεχνά, [[ξεχασιάρης]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., σε Ξεν., στον συγκρ. <i>ἐπιλησμονέστερος</i>, [[εκεί]] που ο Αριστοφ. παραδίδει το <i>ἐπιλησμότατος</i> (όπως αν προερχόταν από θετ. του [[ἐπίλησμος]]).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιλήσμων:''' 2, gen. ονος забывающий, забывчивый Arph., Lys., Plat., Plut.: ὧν [[ἔμαθον]] ἐπιλησμονέστερος Xen. скорее забывающий то, чему учился.
}}
}}