ἀνάλυσις: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάλῠσις:''' -εως, ἡ ([[ἀναλύω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[διάλυση]], [[απαλλαγή]], [[απελευθέρωση]], <i>κακῶν</i>, από τα [[δεινά]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> (από Παθ.), [[αποχώρηση]], [[αναχώρηση]], [[θάνατος]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀνάλῠσις:''' -εως, ἡ ([[ἀναλύω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[διάλυση]], [[απαλλαγή]], [[απελευθέρωση]], <i>κακῶν</i>, από τα [[δεινά]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> (από Παθ.), [[αποχώρηση]], [[αναχώρηση]], [[θάνατος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνάλῠσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> освобождение, избавление (κακῶν Soph.);<br /><b class="num">2)</b> разложение, расчленение, анализ: τὸ [[ἔσχατον]] ἐν τῇ ἀναλύσει Arst. предел анализа;<br /><b class="num">3)</b> (раз)решение (τοῦ συλλογισμοῦ Arst.; τῶν γεωμετρικῶν προβλημάτων Plut.);<br /><b class="num">4)</b> попятное движение, отступление (ἐν ὁδῷ τῆς προκοπῆς Plut.);<br /><b class="num">5)</b> уход из жизни, кончина (ὁ καιρὸς τῆς ἀναλύσεώς μου ἐφέστηκεν NT).
}}
}}