παρθενεύω: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρθενεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[παρθένος]]), [[ανατρέφω]] ως [[παρθένα]], σε Ευρ. — Παθ., [[διάγω]] βίο παρθενικό, [[παραμένω]] [[παρθένα]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· <i>πολιὰ</i> (ουδ. πληθ.) <i>παρθενεύεται</i>, έγιναν γκρίζα τα μαλλιά της ενώ βρισκόταν σε [[παρθενία]], σε Ευρ.
|lsmtext='''παρθενεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[παρθένος]]), [[ανατρέφω]] ως [[παρθένα]], σε Ευρ. — Παθ., [[διάγω]] βίο παρθενικό, [[παραμένω]] [[παρθένα]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· <i>πολιὰ</i> (ουδ. πληθ.) <i>παρθενεύεται</i>, έγιναν γκρίζα τα μαλλιά της ενώ βρισκόταν σε [[παρθενία]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρθενεύω:''' <b class="num">1)</b> воспитывать в девственной чистоте (παῖδας Eur.);<br /><b class="num">2)</b> med. сохранять девственную чистоту Her., Aesch., Eur.
}}
}}