λυμαίνομαι: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῡμαίνομαι:''' αποθ., εν μέρει στους Μέσ. τύπους, μέλ. <i>λυμᾰνοῦμαι</i>, αόρ. <i>ἐλυμηνάμην</i>· επίσης, στους Παθ. τύπους, μτχ. αορ. <i>λυμανθείς</i>· παρακ. <i>λελύμασμαι</i>, γʹ ενικ. [[λελύμανται]], μτχ. <i>λελυμασμένος</i> ([[λύμη]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συμπεριφέρομαι]] ταπεινωτικά, κακομεταχειρίζομαι, [[κακοποιώ]], με αιτ., σε Ηρόδ., Σοφ., κ.λπ.· με σύστ. αιτ., <i>λύμης ἥν μ' ἐλυμήνω</i>, σε Ευρ.· λέγεται για πράγματα, [[τὰς]] ῥήσεις ἃς ἐλυμαίνου, τα [[λόγια]] που συνήθιζες να «σκοτώνεις» (ως [[ηθοποιός]]), σε Δημ.· ὀψοποιΐα [[λυμαίνομαι]] τὰ ὄψα, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., [[ατιμάζω]], [[επιφέρω]] [[βλάβη]], [[φθείρω]], [[καταστρέφω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ., κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[προξενώ]] όλεθρο, [[καταστροφή]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ενίοτε]] ως Παθ., λυμανθὲν [[δέμας]], σε Αισχύλ.· <i>λελυμάνθαι</i>, σε Δημ.
|lsmtext='''λῡμαίνομαι:''' αποθ., εν μέρει στους Μέσ. τύπους, μέλ. <i>λυμᾰνοῦμαι</i>, αόρ. <i>ἐλυμηνάμην</i>· επίσης, στους Παθ. τύπους, μτχ. αορ. <i>λυμανθείς</i>· παρακ. <i>λελύμασμαι</i>, γʹ ενικ. [[λελύμανται]], μτχ. <i>λελυμασμένος</i> ([[λύμη]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συμπεριφέρομαι]] ταπεινωτικά, κακομεταχειρίζομαι, [[κακοποιώ]], με αιτ., σε Ηρόδ., Σοφ., κ.λπ.· με σύστ. αιτ., <i>λύμης ἥν μ' ἐλυμήνω</i>, σε Ευρ.· λέγεται για πράγματα, [[τὰς]] ῥήσεις ἃς ἐλυμαίνου, τα [[λόγια]] που συνήθιζες να «σκοτώνεις» (ως [[ηθοποιός]]), σε Δημ.· ὀψοποιΐα [[λυμαίνομαι]] τὰ ὄψα, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., [[ατιμάζω]], [[επιφέρω]] [[βλάβη]], [[φθείρω]], [[καταστρέφω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ., κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[προξενώ]] όλεθρο, [[καταστροφή]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ενίοτε]] ως Παθ., λυμανθὲν [[δέμας]], σε Αισχύλ.· <i>λελυμάνθαι</i>, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῡμαίνομαι:''' <b class="num">1)</b> подвергаться порче, портиться (ἃ [[οὔτε]] κατασήπεται [[οὔτε]] λυμαίνεται Xen.);<br /><b class="num">2)</b> портить, ухудшать (τὰ ὄψα Xen.);<br /><b class="num">3)</b> расстраивать, омрачать (τὸ μακάριον Arst.);<br /><b class="num">4)</b> покрывать позором, позорить, бесчестить, осквернять (τὰ λέχη Eur.; τῷ νεκρῷ Her.; μειρακίοις Arph.): τῇ [[ἑαυτοῦ]] [[δόξῃ]] λελυμασμένος Xen. утратив(ший) свое доброе имя;<br /><b class="num">5)</b> попирать, нарушать (νόμους Lys.);<br /><b class="num">6)</b> разрушать, губить: ὅσα μετ᾽ ἐλπίδων λυμαίνεται Thuc. (все), что разрушает надежды; λ. τινι τὴν πρᾶξιν Xen. вредить чьим-л. действиям;<br /><b class="num">7)</b> наносить обиды, обижать, притеснять (τινὰ λύμῃσι ἀνηκέστοισι Her.; τὴν ἐκκλησίαν NT);<br /><b class="num">8)</b> наносить поражение, разбивать наголову (τὴν ἵππον Her.): μεθεστάναι καὶ λελυμάνθαι Dem. окончательно погибнуть.
}}
}}