ἀναξηραντικός: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀναξηραντικός]], -ή, -όν) [[ἀναξηραίνω]]<br />αυτός που αποξηραίνει, που στεγνώνει, ο [[κατάλληλος]] για [[αποξήρανση]], [[αποξηραντικός]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀναξηραντικός]], -ή, -όν) [[ἀναξηραίνω]]<br />αυτός που αποξηραίνει, που στεγνώνει, ο [[κατάλληλος]] για [[αποξήρανση]], [[αποξηραντικός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναξηραντικός:''' иссушающий ([[δύναμις]] Plut.).
}}
}}