τημελέω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τημελέω:''' μέλ. <i>τημελήσω</i>, [[προστατεύω]], [[φροντίζω]], με αιτ., σε Ευρ.· με γεν., [[φροντίζω]], [[επιμελούμαι]], στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''τημελέω:''' μέλ. <i>τημελήσω</i>, [[προστατεύω]], [[φροντίζω]], με αιτ., σε Ευρ.· με γεν., [[φροντίζω]], [[επιμελούμαι]], στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''τημελέω:''' <b class="num">1)</b> заботиться, ухаживать: ἐπιμελεῖσθαι καὶ τ. τινος Plat. окружать кого-л. вниманием и заботами; τ. τινα Eur., Plut. ухаживать за кем-л.;<br /><b class="num">2)</b> приводить в порядок, убирать (σώματος Eur.; τὴν κεφαλήν Plut.).
}}
}}