εὔκνημος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔκνημος:''' -ον ([[κνήμη]]), αυτός που έχει καλές κνήμες, πόδια, σε Ανθ.
|lsmtext='''εὔκνημος:''' -ον ([[κνήμη]]), αυτός που έχει καλές κνήμες, πόδια, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔκνημος:''' с изящной голенью ([[πούς]] Anth.).
}}
}}